Αυτή τη φορά, ας βάλουμε τις αιτιολογίες μπροστά από τα συμπτώματα.
Είμαστε ένας μικρός τόπος γεμάτος ανθρώπους που το πρώτο και βασικότερο χαρακτηριστικό τους είναι η έλλειψη σιγουριάς. Κληρονομιά αιώνων σκλαβιάς, επιδρομών και καταπίεσης.
Η έλλειψη σιγουριάς οδηγεί σε μια υπερβολική (και αναγκαστική) υπερτροφία του εγώ. Το εγώ νιώθει διαρκώς πως κινδυνεύει, οι μηχανισμοί αυτοπροστασίας θριαμβεύουν, ο εγωισμός γίνεται μέθοδος επιβίωσης. (Ο θάνατος σου, η ζωή μου). Η στάση παραμένει κι όταν ο κίνδυνος περάσει.
Πώς όμως χωράνε σε μια μικρή χώρα εννιά εκατομμύρια υπερτροφικά εγώ — που το καθένα θέλει να επιβληθεί στα άλλα; Φτάνουμε στο Ιονεσκικό παράδοξο, όπου ο καθένας μας σαν Εγώ έχει όλα τα δικαιώματα — και σαν Εσύ κανένα.
Στη χώρα του Εγώ, το Εσύ είναι υπό διωγμόν. Άρα και το Εγώ (μια και όλα τα Εσύ είναι και Εγώ...). Άρα οι πάντες... Έτσι, αιώνες τώρα, κλείνουμε ο ένας το δρόμο του άλλου. Στην προσπάθεια μας να μην προηγείται κανείς, μένουμε όλοι στάσιμοι.
Μόνο σε κάτι πολέμους τα ξεχνάμε και ορμάμε — για να ακινητοποιηθούμε πάλι, μετά, σε λαοκοόντειο μαρμάρινο σύμπλεγμα.
Τίποτα δεν μας ενοχλεί περισσότερο από την επιτυχία του άλλου (πώς μας ξέφυγε!). Δεν την ανεχόμαστε. Δεν την επιτρέπουμε. Τη θεωρούμε απρεπή, άσεμνη, σχεδόν... αντιδημοκρατική.
Οι άλλοι λαοί υπερηφανεύονται για τους προικισμένους, τους εκλεκτούς, τους ταλαντούχους. Εμείς ντρεπόμαστε και κοιτάμε να τους κρύψουμε. Και το καταφέρνουμε μια χαρά. Εκτός αν τύχει και τους ανακαλύψει κανένα ξένο Νόμπελ. (Αλλά και τότε, λίγες μέρες μετά τους πρώτους πανηγυρισμούς, αρχίζει να κυκλοφορεί το φαρμάκι και στα στόματα και στα ρεπορτάζ των εφημερίδων).
Μικρότητες μιας κομπλεξικής κοινωνίας φοβισμένων ανθρώπων, που βλέπουν την επιτυχία του άλλου σαν απειλή. Που δεν δέχονται τη νομιμότητα του επαίνου παρά μόνο μετά θάνατον. (Το άκουσα: “Τέτοιο κείμενο μόνο αφού πεθάνει επιτρεπόταν να γραφτεί”).
Έτσι, λοιπόν, κύριοι: αγωνιστείτε, κοπιάστε, αλλά μην προσδοκάτε αναγνώριση, θα έρθει όταν δεν θα υπάρχετε εσείς. Ή εσείς — ή αυτή. Λεφτά, κερδίστε όσα θέλετε. Η κοινωνία μας (αντίθετα με τις ξένες) επιτρέπει να κάνεις επίδειξη χρημάτων (αυτό θαυμάζεται), αλλά όχι και επίδειξη ταλέντου (αυτό είναι νεοπλουτικό). Προπαντός σεμνότης! Το να περιφέρεις μια προσωπικότητα σ' αυτή τη χώρα, είναι εξίσου απρεπές με το να επιδεικνύεις τα γεννητικά σου όργανα στα πάρκα.
Συγχέουμε: την παρουσία με την υπεροψία. Τη διαφοροποίηση με την ανισότητα. (Λίγο ακόμη και θα ζητηθεί η κοινωνικοποίηση του πνευματικού πλούτου...).
Έχουμε βρει και το όπλο που σκοτώνει κάθε ευγενική φιλοδοξία. Όποιος κινείται “προβάλλεται”. Ο επιστήμονας που παρουσιάζει μια ανακοίνωση το κάνει για να προβληθεί. Ο συγγραφέας που γράφει ένα βιβλίο το ίδιο. Όλα γίνονται για την προβολή. Κι όσοι τολμούν επώνυμα να δημιουργούν, αποκαλούνται επιδειξίες. Όχι βέβαια πως δεν γίνεται και πολλή προσπάθεια για επίδειξη. Ακριβώς επειδή τόσο έχουμε στερηθεί του έπαινο, κάνουμε τα πάντα για να τον αποκτήσουμε. (Σαν το ποτό, στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης). Και φτηνή επίδειξη γίνεται και κακή προβολή.
Αλλά δεν είναι κάθε δραστηριότητα προβολή, ούτε κάθε εργασία διαφημιστικό κόλπο. Πρέπει κάποτε να μάθουμε να αξιολογούμε και να δεχόμαστε την ποιότητα. Πρέπει, να αναγνωρίσουμε τη δυνατότητα της παρουσίας στον καθένα. Γιατί ο καθένας έχει κάτι να πει και πρέπει να μπορεί να το πει. Ο αποκλεισμός της προβολής (που μοιάζει δημοκρατικός), είναι στην πραγματικότητα ριζικά ελιτίστικος.
Κλασική λογοτεχνική αντίδραση (η αρνητική άποψη του “ξέρεις ποιος είμαι εγώ;”): “Ποιος νομίζει πως είναι;”.
—Είναι αυτός που είναι — και δεν υποχρεούται να ζητήσει συγγνώμη από κανέναν, επειδή είναι έτσι.. Ούτε χρωστάει σε κανέναν τίποτε. Άσε τον λοιπόν, κύριε, να κάνει τη δουλειά του και κοίταξε κι εσύ τη δική σου.
Αδύνατον! Ο μηχανισμός της σύγκρισης δουλεύει αυτόματα και συνέχεια. Παράδειγμα: “Και τι ήταν δηλαδή ο Τάδε; Υπερβολές!. (Ο μηχανισμός λειτουργεί έτσι: εγώ είμαι πιο σημαντικός από τον Τάδε — όταν όμως πεθάνω δεν θα γίνει τέτοιος θόρυβος...). Ναι, και το θάνατο του άλλου φτάνουμε να φθονήσουμε.
Ενώ οι σεμνοί! Τι υπέροχοι άνθρωποι οι σεμνοί! Π. χ. ο σεμνός και αθόρυβος Σκαλκώτας. (Εμείς τον κάναμε έτσι — μπράβο μας! Τον ισοπέδωσε ο νεοελληνικός οδοστρωτήρας. Πέθανε σεμνός, φτωχός και άγνωστος, προς μεγάλη μας δόξα. Για να μπορούμε τώρα να υπογραμμίζουμε τη σεμνότητα του και να τη φέρνουμε παράδειγμα στη νέα γενιά).
Η σεμνότητα που απαιτούμε δεν είναι βέβαια η ταπεινότητα του μεγάλου, που ξέρει τα όρια του ανθρώπινου. Στην καλύτερη περίπτωση είναι το φοβισμένο “λάθε βιώσας” του ραγιά (σκύψε να μη δίνεις στόχο), στη χειρότερη περίπτωση η σεμνοτυφία του Ιησουΐτη που πιστεύει πως είναι μέγας, αλλά δεν καταδέχεται να το δείξει. Άλλη μια πλευρά του νεοελληνικού πουριτανισμού. Που, όπως κάθε πουριτανισμός, πηγάζει από δική μας αναπηρία, αβεβαιότητα και στέρηση.
Κι έπειτα παραπονιόμαστε πως δεν έχουμε ηγεσία! Αφού κανένας μας δεν παραδέχεται τον άλλον! Εκτός κι αν είναι ασήμαντος κι ακίνδυνος — οπότε, συμβατικά κάνουμε πως τον δεχόμαστε. (Κοιτάξτε τις δουλικότατες τιμές που γίνονται σε πολιτικούς και “προέδρους”).
Και έξω οι άνθρωποι ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον, αλλά θετικά. Κοιτάνε να προσπεράσουν με τη δική τους ταχύτητα κι όχι βάζοντας τρικλοποδιά. Χαίρονται την ικανότητα του διπλανού τους, προσπαθούν να την προωθήσουν, χωρίς ποτέ να σκεφθούν ότι αυτό που θα κερδίσει ο άλλος θα το στερηθούν αυτοί. Βλέπω συγγραφείς να προωθούν συγγραφείς, επιστήμονες να μάχονται για την επιβολή της θεωρίας ενός τρίτου — και απορώ. Όχι για τους άλλους. Για μας! Είναι περίεργο πως ακόμη έχουμε το θάρρος να χτίζουμε, όταν οι κατεδαφιστές γύρω μας είναι μυριάδες...
“Ο τόπος μας είναι κλειστός. Όλο βουνά...”.