ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ένιωθα περίεργα μόνος. Ήταν το αντίστροφο ενος ταξιδιού. Δεν είχα αφήσει πίσω μου έναν κοσμο — με είχε εγκαταλείψει εμένα ένας ολόκληρος κόσμος.
Ή απουσία γινοταν κάθε μέρα και πιο οδυνηρή. Δεν μου έλειπαν μονον οι άνθρωποι — μου έλειπαν οι δρόμοι, οι πλατείες, τα αντικείμενα, τα τοπία. Νοσταλγούσα το Λιλιγρό, το δάσος Άρες Μάρες Κουκουνάρες, τον Φίστικο, τη λεωφόρο της Γαλάζιας Πεταλούδας — ως και αυτον τον Σιδερομάσσα. Τα βράδια, τις ώρες πού ερχοταν το μεράκι, τραγουδούσα:
Ποτε θα ξαναδώ το Πόρτο Λίλι
και την αρχαία πόλη Παπουαλίλη...
Βέβαια πιο σκληρή ήταν ή απουσία των ηρώων μου: Πώς να αντικαταστήσω τον Χαρχούδα, τον Δυστροποπιγγα, τον Δόκτορα Δρακατώρ; Ως και την κυρία Φωτεινή (πού κάνει σούπα κοκκινή) και την Κινέζα της μαγιονέζας είχα επιθυμήσει. Για να μη μιλήσουμε για τον Παπαγάλο ή τον Μπέμπαντα...
Ναι, μου έλειπε ή Λιλιπούπολη ! Ή στέρηση της με είχε απορυθμίσει εντελώς. Δεν είχα πια που να ξεφορτώσω τα νεύρα μου ή τα όνειρά μου. Για καιρο ένιωθα σαν θεριακλής πού του κόψανε το τσιγάρο.
Ως πού μια μέρα...
Ως πού μια μέρα έπαψα να νοσταλγώ τη Λιλιπούπολη, γιατί...
Άλλα αυτά πρέπει να σας τα πω με τη σειρά.
Η ιστορία ξεκίνησε οταν, ένα πρωί, ήρθε ο δήμαρχος Χαρχούδας στο γραφείο μου! Βέβαια, δεν ήξερα από την αρχή πώς ήταν ο Χαρχούδας. Μόλις όμως διαφωνήσαμε λίγο, άκουσα την πολύ γνώριμη φωνή να λέει:
«Α ! Σε παρακαλώ ! Εγώ είμαι ο πρόεδρος, εγώ είμαι ο δήμαρχος, εγώ θα αποφασίσω!».
Δεν είπε ακριβώς δήμαρχος — άλλα κάτι ανάλογο. (Κατάλαβα πώς κυκλοφορούσε «ινκόγκνιτο»).
Την άλλη μέρα σε μια δεξίωση συνάντησα τον Πρίγκιπα της Χιονάτης. "Ήταν κομψός, φαντασμένος και λυγιστός, μιλούσε με το «γω» και σήκωσε την ντάμα του να χορέψουνε με τα λόγια του «πριγκηπικού βαλς»:
Πεντάμογφη οπτασία μου
κεντγίζεις τη φαντασία μου...
Μετά, τα συμβάντα άρχισαν να συσσωρεύονται — δύο και τρία την ίδια μέρα. Έτσι, ο δόκτωρ Δρακατώρ προσπάθησε να βελτιώσει το αυτοκίνητο μου με μια νέα εφεύρεση. (Δεν δούλεψε — και πείσθηκα πώς ήταν πράγματι ο δόκτωρ). Ή 'Οφη-Σόφη με κάρφωσε στον Δυστροπόπιγγα — ο οποίος με κυνήγησε με ένα ψάρι.
Σε μία πάροδο της Πατησίων είδα την Πιπινέζα να καταπιέζει τον Παπαγάλο και αμέσως μετά να ξεσκονίζει δουλικά τον Χαρχούδα. Μπήκα σε ένα λουκουματζίδικο και ανακάλυψα πώς ήταν το μαγαζί του Γλυκόσαυρου. Εκεί έφαγα «το πιο γλυκό-γλυκό πού έγινε ποτέ».
Οι υποψίες μου έγιναν βεβαιότητες όταν τελικά είδα τον Μπέμπαντα. Πετούσε αργά μέσα στις ρόδινες αχτίνες του ηλιοβασιλέματος. Στην αρχή νόμιζα πώς ήταν το λεωφορείο «Ηλιοτρόπιο». Άλλα όταν πλησίασε σαν άσπρο συννεφάκι, σαν ξασμένο μαλλί της γριάς, όταν μπόρεσα να διακρίνω τον Μπίξ-Μπίξ και την Μπομπίλα καθισμένους στην πλάτη του, τότε ήξερα: ήταν ο Μπέμπαντας, ο μαγικός άσπρος ελέφαντας.
Και τότε κατάλαβα: ο κόσμος είχε γίνει μια Λιλιπούπολη.
Μεγάλο θαύμα της τέχνης — πώς μεταμορφώνεις τη ζωή ! Στενοκέφαλοι, άμουσοι και στεγνοί άνθρωποι πήγαν να σκοτώσουν την ποίηση — αλλά τα όνειρα πήραν εκδίκηση. Αντί να πεθάνει ή Λιλιπούπολη, απλώθηκε παντού — και μαγικά παράλλαξε τον κοσμο.
Και σιγά-σιγά νιώσαμε πώς ζούμε μέσα στη Λιλιπούπολη ! Χάρη στην ευαισθησία και τη φαντασία των δημιουργών της ή καθημερινή πραγματικοτητα πήρε μια νέα διάσταση. Άλλαξαν τα πρίσματα των ματιών μας, και οι μεμβράνες των αυτιών μας, και τα πλαίσια αναφοράς των ονείρων μας. Βλέπουμε γύρω Χαρχούδες, Δυστροπόπιγγες και Πιπινέζες! Κάθε εργοστάσιο είναι ένας Σιδερομάσσας και κάθε ποιητής ένας Κουκουτούζ. Καί, αντί να τον ακούμε, ψέλνουμε εμείς τον εθνικό ύμνο:
Ωραία Λιλιπούπολη,
ποτέ δεν σε ξεχνώ...
Τα χρώματα ζωντάνεψαν στα μάτια μας — το καφέ έγινε αρκούδα (με μπουφέ!) και το άσπρο είναι ο Μυζηθρόκαμπος με τον Γιαουρτοπόταμο. Όταν μας αμφισβητούν τραγουδάμε:
Δεν είμαστε Ζουλού
δεν είμαστε Παπούα
είμαστε οι απόγονοι
των άγριων Λιλιπούα!
Ποτέ πια ή ζωή δεν θα είναι όπως ήταν. Αυτό είναι το γνώρισμα της τέχνης. Συγγραφεύς, συνθέτες, ηθοποιοί έπλασαν έναν νέο, ολόκληρο κόσμο!
Σ' αυτού του κόσμου τους δρόμους τριγυρνώ εδώ και μήνες. Δεν νοσταλγώ τη Λιλιπούπολη — ζω στη Λιλιπούπολη. Αυτοί πού την πολέμησαν ισοπεδώθηκαν από τη φοβερή παρουσία της. Αυτοί πού τη σταμάτησαν θα έχουν καιρό ξεχαστεί όταν τα τραγούδια της Λιλιπούπολης θα τραγουδιούνται ακόμη !
Ναι, Δήμαρχε! Ναι, Μπίξ-Μπίξ! Ναι, Γλυκόσαυρε! Κερδίσατε! Εσείς το τραγουδήσατε, δεν το πιστέψαμε, μα τώρα το ζούμε:
Γύρισα, ταξίδεψα πολύ
κι όλος ο κόσμος, είναι για μένα,
μια Λιλιπούπολη...
Ναι, Δυστροπόπιγγα, ναι, Πιπινέζα, ναι, Δρακατώρ: χάρη σε σας το τραγούδι βγήκε αληθινό. Όλος ο κόσμος έγινε μια Λιλιπούπολη!