Στην Ελλάδα οι νεκροί ταξιδεύουν.
Στους μεγάλους εθνικούς μας δρόμους συνάντησα, τις μέρες αυτές, πολλούς νεκρούς ανάμεσα στους ζωντανούς. Οι ζωντανοί ήσαν οι οδηγοί, αλλά οι νεκροί τους οδηγούσαν.
Καθημερινή. Ελάχιστη κίνηση, μονάχα φορτηγά, λεωφορεία, ταξί. Σχεδόν καθόλου επιβατικά. Οι πιο άδειοι δρόμοι της Ευρώπης. Πίσω από κάθε δεύτερο ταξί ή Ι.Χ., προσεκτικά τυλιγμένο, ένα φέρετρο.
Στην Ελλάδα οι νεκροί ταξιδεύουν. Επιστρέφουν στις πρώτες πατρίδες. Όπως έγραψε ο Χριστιανόπουλος:
Θέλουν να τιμήσουν με το πτώμα τους
την
πατρίδα που αρνήθηκαν με το σώμα τους.
Σ' αυτό το εγκάρσιο στερνό ταξίδι κρύβεται όλη η μοναξιά και η τραγωδία του σύγχρονου Έλληνα.
Γιατί γυρίζει, πίσω; Τι ελπίζει; Ότι, η ανάσταση, στη δευτέρα παρουσία, θα είναι πιο εύκολη από το μικρό κοιμητήρι, του χωριού; Ή μήπως (προεκτείνοντας τη ζωή και πέρα από το τέλος της) περιμένει εκεί να βρει την “ενσωμάτωση”, την “ένταξη” που του αρνήθηκε η πολιτεία;
Ίσως πάλι να είναι οι συσσωρευμένες τύψεις μιας ζωής, που επιτάσσουν την τελευταία επιθυμία: “Να με θάψετε στο χωριό”.
Όρθιοι φεύγουν οι Έλληνες από τα χωριά τους, ξαπλωμένοι γυρίζουν. Ποτέ δεν πίστεψα πως ήσαν τόσοι πολλοί — πριν από αυτό το ταξίδι.
Δύσκολο να πεθάνεις στην Αθήνα. Ποιος θα σε νεκροστολίσει, ποιος θα σε κλάψει, ποιος θα σε μοιρολογήσει; Στο χωριό ξέρουν ακόμη να αντιμετωπίζουν το θάνατο με όλο το παραδοσιακό τυπικό του.
Μήπως όμως δεν είναι εξίσου δύσκολο να ζήσεις στην Αθήνα; Όλες αυτές οι αξίες που αναζητάς γυρίζοντας νεκρός στον τόπο σου, δεν σου λείπουν και στη ζωή σου;
Μόνο που δεν μπορείς να το καταλάβεις. Όσο είσαι στη μεγαλούπολη τρέχεις — κυνηγώντας χρήματα, αξιώματα, διασκεδάσεις. Τρέχεις. Μόλις σταματήσεις όμως (οριστικά) θέλεις να γυρίσεις πίσω.
Κάποτε στην Αθήνα τους έφερνε η πείνα. Σήμερα φαγητό έχει και στο χωριό και στην κωμόπολη. Και χρήμα έχει, και ηλεκτρικό, και νερό, και τηλεόραση.
Αλλά δεν έχει τη “μεγάλη ζωή”.
Ούτε στην Αθήνα έχει βέβαια τη μεγάλη ζωή. Μόνο που θα σου πάρει μια ζωή να το καταλάβεις. Και ίσαμε να το συνειδητοποιήσεις, θα γυρίσεις πίσω οριζόντιος.
Είναι μια ομολογία αυτή η επιστροφή. Ο άνθρωπος θέλει να αφήσει τα κόκκαλά του εκεί που νιώθει ότι ανήκει. Ε, λοιπόν, δεν ανήκει στην Αθήνα (ή στη Θεσσαλονίκη, ή στην Πάτρα)! Ανήκει στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε και πρωτογνώρισε τη ζωή.
Εδώ φτάσαμε και οι λίγοι “Αθηναίοι” να μην ανήκουμε πια στην Αθήνα. Έτσι απάνθρωπη που έγινε αυτή η πόλη, τι σχέση έχει με τη γειτονιά που μεγαλώσαμε πριν σαράντα τόσα χρόνια; Τίποτα δεν έχει μείνει, ούτε η όψη των σπιτιών, ούτε οι άνθρωποι και οι σχέσεις τους, ούτε τα έθιμα και οι συνήθειες. Παράδοση είναι το μόνιμο, το σταθερό, το σίγουρο — που παραδίδεται από γενιά σε γενιά. Εμείς τι παραλάβαμε και τι θα παραδώσουμε;
Από τη γειτονιά με τα νεοκλασικά σπίτια, από τις φωνές του δρόμου (παπλωματάαας! Ακονιστής τροχός! η χόοορταρού!), από τους ήχους και τα χρώματα και τις μυρωδιές τι έχει μείνει;...
Παράδοση δεν σημαίνει να παραδίνεσαι κι εμείς παραδοθήκαμε χωρίς όρους στους μέσα και έξω κατακτητές. Τίποτα δεν κρατήσαμε — και πώς να γίνει; Καλπάζοντας ήρθε η πλημμυρίδα των καινούριων, γρήγορα γίναμε μειοψηφία, ώσπου νιώσαμε πρόσφυγες στο δικό μας τόπο. Οι πολυκατοικίες δεν χτίστηκαν για μας, εμείς σπίτια είχαμε... Χτίστηκαν όμως από εμάς, για τους άλλους. Και τώρα εμείς είμαστε πιο ξεριζωμένοι από αυτούς — που έχουν στο κάτω-κάτω της γραφής ένα χωριό να πάνε για Πάσχα, για Χριστούγεννα, για διακοπές ή για θάνατο. Εμείς στην Αθήνα που να ψήσουμε το αρνί, ή που να πηδήξουμε τις φωτιές του Άι-Γιάννη — ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα;
Κι αφού ούτε εμάς μας χωράει η Αθήνα, τρέχουμε στα χωριά να βρούμε ένα, να ζήσουμε ή να πεθάνουμε. Αλλά ποιο χωριό; Θα διαλέξουμε ένα “γραφικό” — σαν τουρίστες; Το δικό μας χωριό δεν υπάρχει πια — ή μάλλον δεν είναι πια δικό μας. Πάνε δυο και τρεις γενιές που έφυγαν οι παππούδες και οι προ-παππούδες και τίποτε δεν έμεινε πίσω. Πιο τυχεροί λοιπόν αυτοί που έχουν κάτι στο οποίο θα επιστρέψουν, από μας, που ούτε χωριό έχουμε πια ούτε πόλη.
Έλληνες, αιώνιοι μετανάστες, να η τελευταία μετανάστευση, η οριστική παλιννόστηση. Να τα ταξί, τα Ι.Χ., τα μικρά φορτηγά με το πολύτιμο φορτίο πίσω, σκεπασμένο με νάιλον, κουρελούδες, χαλιά, μπατανίες — να προστατεύσουμε αυτό που δεν χρειάζεται πια προστασία, γιατί είναι ένα με τα στοιχεία της φύσης.
Θα 'πρεπε να μας διδάξει κάτι αυτή η επιστροφή. Φοβερός είναι ο άνθρωπος στην εμμονή του ενστίκτου του — χειρότερος κι από τα χέλια που γυρίζουν κάθε χρόνο να ζευγαρώσουν. Εμείς γυρίζουμε για να πεθάνουμε. Γυρίζουμε κι αφού πεθάνουμε.
Και ποιος είναι τελικά ο τόπος μας εμάς; Εκεί που πεθαίνουμε ή εκεί που ζούμε; Και ποιο είναι το πρόσωπο μας;