Σήμερα νιώθω όπως στο Γυμνάσιο, όταν μας ζητούσαν να γράψουμε “Ελεύθερον θέμα”. Θυμόσαστε; Γεμίζαμε την κόλλα τάχα ψάχνοντας να βρούμε το θέμα. (Ήταν “εύρημα” αυτό).
Το θέμα είναι ελεύθερο κάθε φορά σ' αυτή τη στήλη. Σπάνια όμως χρειάζεται να ψάξω. Συνήθως επιβάλλεται μόνο του, πιεστικά.
Σήμερα όμως τα θέματα στέκονται σε απόσταση και με κοιτάζουν αμήχανα. Κανένα δεν πλησιάζει. Κατάλαβαν τα καημένα την αδυναμία και την ανημπόρια μου. Ξέρουν ότι, πέρα από μια καλοβαλμένη διατύπωση, δεν μπορώ να τους προσφέρω τίποτα.
Ποιο θέμα στην Ελλάδα λύθηκε ποτέ, επειδή κάποιος έγραψε γι' αυτό; Ποιος αρμόδιος συγκινήθηκε, ποιος γραφειοκράτης παραιτήθηκε, ποιος ηγέτης συλλογίστηκε δύο φορές;
Τελικά οι αρθρογραφούντες στην Ελλάδα γράφουν για δύο μόνο λόγους: είτε για να κερδίσουν τον επιούσιο, είτε για να εκτονώνονται οι ίδιοι. Οι αφελείς ιδεαλιστικές απόψεις για “επίδραση στα κοινά”, “διαμόρφωση της κοινής γνώμης”, “αλλαγή των πραγμάτων προς το καλύτερο” εξατμίζονται μετά τα είκοσι πρώτα άρθρα. Αλίμονο! Η επίδραση των σχολιαστών πάνω στην πορεία των γεγονότων είναι ίση με την επιρροή των αστρονόμων στην πορεία των άστρων...
Σ' αυτή τη χώρα δεν καταφέρνεις τίποτα με τη λογική, την επιχειρηματολογία και την τεκμηρίωση. Μπορείς όμως να σαλέψεις βουνά με τη συκοφαντία, τη δυσφήμιση και τη διάβρωση. Τα υπόγεια ρεύματα προχωρούν εκεί όπου σταματάνε οι καταρράκτες.
Ο μόνος νόμος που λειτουργεί εδώ πέρα: η αρχή του κουτσομπολιού. Η Ελλάδα είναι μια μεγάλη αυλή όπου όλοι ψιθυρίζουν στ' αυτιά των άλλων. Οι δυνατές φωνές δεν ακούγονται, γιατί όλα τα αυτιά είναι κατειλημμένα. Η ανοιχτή αντιμετώπιση δεν λειτουργεί, γιατί όλοι έχουν τα κεφάλια τους μέσα στην άμμο. Και τίποτα δεν μπορεί να νικήσει τη φήμη. Έτσι και κολλήσει η ρετσινιά, νίκησε. Ό,τι και να γίνει, αντίθετο με τη φήμη, θα θεωρηθεί υπεκφυγή, σκηνοθεσία, καμουφλάζ.
Έτσι ζούμε ψιθυρίζοντας και αφουγκραζόμενοι. Οι φήμες στην Ελλάδα είναι πιο ζωντανές από τις ειδήσεις, πιο πραγματικές από την πραγματικότητα, πιο αληθινές από την αλήθεια.
Για να φτάσουμε σ' αυτό που κάποτε ονόμασα “ελληνική παράνοια”.
Παρανοϊκή ιδέα, λέει η εγκυκλοπαίδεια, είναι “ιδέα μη ανταποκρινόμενη εις την πραγματικότητα, την οποίαν όμως ο πάσχων πιστεύει ακραδάντως”. Ενώ παρανοϊκή προσωπικότητα είναι “αυτή που χαρακτηρίζεται από Υπερτροφία του εγώ, δυσπιστία και μαζί μεγάλη υποβολιμότητα”. (Σας θυμίζουν τίποτε αυτά τα χαρακτηριστικά;).
Για τους Έλληνες, πίσω από την πραγματικότητα υπάρχει πάντα μία άλλη πραγματικότητα. Που την ξέρει (με βεβαιότητα) ο συνομιλητής σας και κανένας άλλος. Αναπτύσσει τις “κρυφές” αιτίες των γεγονότων με την ίδια ευφράδεια που η κυρία Παρθενόπη διηγείται τις πομπές της γειτόνισσας Πραξιθέας. Το ίδιο επίπεδο σοβαρότητας, η ίδια τεκμηρίωση, η ίδια αμερόληπτη τοποθέτηση.
Πού να συναγωνιστείς, ταλαίπωρε αρθρογράφε, την αθέατη επικοινωνία της “αρβύλας”!
Γι' αυτό και πολλοί δημοσιογράφοι και πολιτικοί αποφασίζουν να ακολουθήσουν ό,τι δεν μπορούν να πολεμήσουν. Σκορπίζουν κι αυτοί φήμες, κουτσομπολιά, διαδόσεις. Μόνο στην Ελλάδα γίνεται τίτλος μια ανεξακρίβωτη είδηση. “Δεν βαριέσαι — αν δεν είναι σωστή, αύριο τη διαψεύδουμε στα ψιλά”, είναι η θέση του υπεύθυνου. Του ανεύθυνου, θα 'πρεπε να πω.
Έτσι αυτός ο ταλαιπωρημένος, παρανοϊκός λαός ενισχύεται στο παραλήρημα του. Αντί να έχει απέναντί του νηφάλιους, διαυγείς, λογικούς δασκάλους που να τον βοηθήσουν να ξεχωρίσει την αλήθεια από το μύθο, βρίσκεται μπροστά σε παραμυθάδες οι οποίοι τον ταΐζουν το ναρκωτικό που επιτείνει την εξάρτηση του.
Ποιος θα εξηγήσει σ' αυτό το λαό πως η ιστορία δεν είναι μόνο συνωμοσία, δολοπλοκία και παρασκήνιο (κάτι παίζεται και στη σκηνή — διάβολε!). Πως ό,τι του συμβαίνει δεν οφείλεται μόνο στις υπερδυνάμεις, στους ξένους “δάκτυλους”, στα μονοπώλια, στις πολυεθνικές και στις μυστικές υπηρεσίες, αλλά —καμιά φορά— και στον ίδιο του εαυτό του; Πως δεν είναι όλοι οι δεξιοί χουντικοί, όλοι οι αριστεροί συμμορίτες, όλοι οι έμποροι κλέφτες, όλοι οι καλλιτέχνες κίναιδοι, όλοι οι πολιτικοί ψεύτες, όλοι οι διαιτητές πουλημένοι! Και πως δεν γίνεται πολιτική, ούτε ζωή, ούτε δουλειά, με ετικέτες, ρετσινιές, καρφώματα και κουτσομπολιά !
Μάταιος κόπος! Με το κουτσομπολιό ερμηνεύει ο Έλληνας τα πάντα — από την παγκόσμια ιστορία ως τη φιλολογική κριτική. (Αν ένας κριτικός σε κατακρίνει, η ερώτηση είναι: “Τι του έχεις κάνει;”). Πίσω από κάθε επιχείρημα υπάρχει η δύναμη που σκοτώνει το επιχείρημα — η προσωπική υπονόμευση: “Ποιος τα γράφει; Ο Τάδε; Έλα τώρα, δεν ξέρεις ποιος είναι, ο Τάδε...”. Τέρμα στα όσα είπε ο Τάδε, κι αν ακόμα ήταν σοφότερα από τον Πλάτωνα και πιο άγια από τη Βίβλο.
Τι είναι το κουτσομπολιό; Είναι το αρρωστημένο, το αρνητικό ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Είναι ο εκφυλισμός του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού μας. Είναι το αντίθετο της αγάπης, της σαφήνειας και της εμπιστοσύνης.
Στη χώρα του κουτσομπολιού η λογική δεν έχει πέραση. Και η ελευθερία το ίδιο. Κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί πως ό,τι γράφεις ξεκινάει μόνο και μόνο από την ελεύθερη σκέψη σου. Γι' αυτό και τόσο λίγο μπορείς να επηρεάσεις τη σκέψη των άλλων...
Δεν βαριέστε. Εμείς που γράφουμε θα συνεχίσουμε να γράφουμε, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Όπως δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς κι αυτοί που δεν μας ακούνε.