Συνέντευξη στον Δημ. Ρηγόπουλο - Καθημερινή 6.4.14

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ 06.04.2014 : 

Νίκος Δήμου: Αν πετύχεις δεν είσαι «σοβαρός» δημιουργός

 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ  

(Ο συγγραφέας Νίκος Δήμου φωτογραφημένος με φόντο έναν όμορφο αθηναϊκό κήπο. Λάτρης της τεχνολογίας (στα 13 του έφτιαξε ένα ραδιόφωνο με γαληνίτη που λειτουργούσε χωρίς ρεύμα και κεραία!), θυμίζει αυτό που είχε πει ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ότι, δηλαδή, οι «πνευματικοί άνθρωποι θα πρέπει να έχουν και μια χειρωνακτική απασχόληση, γιατί όταν κάνεις κάτι χειροπιαστό βλέπεις μπροστά σου το αποτέλεσμα. Ενώ όταν γράφεις ποτέ δεν ξέρεις τι έγραψες»).

 

Ο στόχος ήταν θεμιτός και θεωρητικά προσιτός: μια συζήτηση με τον Νίκο Δήμου περισσότερο για τα βιβλία του (αφορμή οι δύο πρόσφατες επανεκδόσεις από τον «Πατάκη») και λιγότερο για θέματα επικαιρότητας και πολιτικής, έστω κι αν η εμπλοκή του στο «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη δεν μπορούσε να αγνοηθεί εύκολα.

 

Αυτός ήταν ο στόχος. Όμως η δημοσίευση του διάσημου πια άρθρου του Νίκου Δήμου ανήμερα την 25η Μαρτίου στο protagon.gr με το οποίο επαναδιατυπώνει μια σειρά από «αναθεωρητικές» σκέψεις πάνω στο «1821» έφερε τα πάνω - κάτω και μας υποχρέωσε να αλλάξουμε τη ροή της κουβέντας. Τον ρωτάω αμέσως για το timing του δημοσιεύματος, από τη στιγμή που πολλά από τα σημεία του άρθρου είναι γνωστά και από τον ίδιο, και από τη σχετική εκπομπή του ΣΚΑΪ για το 1821 και από τη Μαρία Ρεπούση. Η πρώτη του αντίδραση είναι: «Μα φυσικό δεν ήταν να δημοσιευθεί στις 25 Mαρτίου; Μάλλον θα ήταν άσχετο αν δημοσιευόταν ανήμερα τα Χριστούγεννα». Συμφωνεί ότι το περιεχόμενο του άρθρου είναι και γνωστό και τεκμηριωμένο από τους ιστορικούς. «Ομως από τις αντιδράσεις φάνηκε πως δεν έχει περάσει στην κοινωνία. Παρά την εξαίρετη δουλειά του ΣΚΑΪ, δεν άλλαξε κάτι στην παιδεία, δεν ξεφούσκωσαν οι μύθοι, δεν υποχώρησε ο φανατικός εθνικισμός. Αναζητείται ακόμα ο διαφωτισμός, η λογική και κριτική σκέψη. Πολλά από τα προβλήματα των Ελλήνων οφείλονται στην έλλειψη αυτοκριτικής και αυτογνωσίας; Μία πιο ζυγισμένη αφήγηση της ιστορίας, θα τους έδινε περισσότερη επαφή με την πραγματικότητα».

 

Αλήθεια, δεν βλέπει ο ίδιος κάποια χρησιμότητα στους ελάχιστους «εθνικούς μύθους» που επιβιώνουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο; «Οσο πιο συναισθηματικά ανώριμη και ανασφαλής είναι μία κοινωνία, τόσο περισσότερο ακουμπάει στον μύθο. Εμείς παράγουμε ακόμα και σήμερα καινούργιους, με τη μορφή θεωριών συνωμοσίας. Πολλές εξηγήσεις για την κρίση είναι καθαρά μυθολογικές. Αλλά οι μύθοι είναι “το όπιο του λαού” (για να θυμηθώ τον Μαρξ) και μας κρατάνε δέσμιους».

 

Εχοντας πίσω μας τις αναταράξεις για το 1821, μπορούμε με μεγαλύτερη άνεση να περάσουμε στο «κυρίως μενού» της συζήτησης που είναι το λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα. Ο Νίκος Δήμου χωρίζει τα βιβλία του σε δύο κατηγορίες: στα «προϊόντα αγάπης» και στα «προϊόντα βιασμού».

 

«Προϊόντα αγάπης»

 

Μου το λέει κάπως χαριτολογώντας λίγα λεπτά αφού έχουμε καθίσει στο σαλόνι του σπιτιού του (ένα ωραίο μοντέρνο διώροφο διαμέρισμα στο Ψυχικό), περιτριγυρισμένοι από τρεις καλοζωισμένες γάτες που λιάζονται στον γενναιόδωρο πρωινό αττικό ήλιο.

 

Τα «προϊόντα αγάπης», μου εξηγεί ότι τα έγραψε επειδή ήθελε να τα γράψει. Ποίηση, δοκίμια, το Βιβλίο των Γάτων, φυσικά, τα πεζογραφήματα, όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά. «Οσο για τα “προϊόντα βιασμού” είναι βιβλία που δεν ήθελα να γράψω αλλά μου τα επέβαλε η πραγματικότητα. Δηλαδή, θα ήμουν ευτυχής να μην είχα γράψει τη “Δυστυχία του να είσαι Ελληνας” παρά τη μεγάλη της επιτυχία. Την έγραψα ως μια ενστικτώδη αντίδραση απέναντι στη Χούντα. Γράφτηκε στη διάρκεια της Χούντας και κυκλοφόρησε αμέσως μετά. Το ίδιο ισχύει και για το Ειρωνικό Νεοελληνικό Λεξικό. Κι αυτό θα το τοποθετούσα στα προϊόντα βιασμού από αντίδραση στην ελληνική πραγματικότητα. Το κακό είναι ότι τα προϊόντα βιασμού είναι πολύ πιο δημοφιλή και επισκίασαν τα προϊόντα αγάπης, πράγμα που με ενοχλεί πάρα πολύ. Κι ελπίζω ότι σε ένα μέλλον όπου θα έχουν παλιώσει τα θέματα που με έκαναν να αντιδράσω, τότε να ξαναπροσεχθούν τα βιβλία αγάπης. Οχι ότι έχω παράπονο. Ολα μου τα βιβλία έχουν εκδοτική επιτυχία».

 

Κι αυτός ίσως είναι ένας σημαντικός λόγος που έκανε τον «Πατάκη» να προχωρήσει σε επανεκδόσεις και των δύο βιβλίων. Η εμπορική επιτυχία της «Δυστυχίας» έκανε από τη μία μέρα στην άλλη τον Νίκο Δήμου «εμπορικό συγγραφέα». Μια απλούστευση που τον αποξένωσε από το πνευματικό κατεστημένο.

 

Για την «περιθωριοποίηση» Δήμου είχε μιλήσει πρώτος ο κριτικός Δημοσθένης Κούρτοβικ, λέγοντας ότι «ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της ελληνικής πνευματικής ιστορίας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα είναι η αποσιώπηση της παρουσίας του Νίκου Δήμου». Ρωτάω ευθέως τον Νίκο Δήμου πού έγκειται η αδικία. «Η αδικία έγκειται ότι για την ελληνική πνευματική κοινότητα, εγώ δεν υπάρχω. Επί 60 χρόνια που γράφω και δημοσιεύω, ούτε ένα βιβλίο μου δεν έχει συμπεριληφθεί στις βραχείες λίστες υποψηφιοτήτων για κάποιο βραβείο. Εν τω μεταξύ η ίδια η κοινότητα τα έχει αποδεχθεί, όπως τα δοκίμια, ο άνθρωπος που έγραψε περισσότερα κείμενα για τον Οδυσσέα Ελύτη, τα οποία ο ίδιος ο ποιητής τα θεωρούσε από τα καλύτερα, καθώς τα συμπεριελάμβανε στις ανθολογίες του. Είμαι ο άνθρωπος που ουσιαστικά ανακάλυψε την Κική Δημουλά. Έγραψα γι’ αυτήν πρώτος το 1991».

 

Όμως δεν ήταν έτσι στην αρχή, συνεχίζει. «Όταν είχα ξεκινήσει, οι κριτικές ήταν πολύ καλές και εγκωμιαστικές, πολύ εγκωμιαστικές θα έλεγα. Ξαφνικά τι συμβαίνει; Βγαίνει η “Δυστυχία” το 1975 και εξαντλείται μέσα σε μία ημέρα. Ανατυπώνεται συνεχώς και ξαφνικά εγώ παύω να είμαι σοβαρός ποιητής ή δοκιμιογράφος, γίνομαι “μπεστσελερίστας”. Ξαφνικά ανακαλύπτουν ότι είμαι διαφημιστής στο επάγγελμα και από εκεί και πέρα ό,τι γράφεται για μένα στον Τύπο αρχίζει περίπου έτσι: “ο γνωστός διαφημιστής Νίκος Δήμου έβγαλε ένα νέο βιβλίο...”. Από ένα σημείο και μετά δεν γράφεται για μένα τίποτα». Ο ίδιος έχει πολλές εξηγήσεις: στην Ελλάδα, στους πνευματικούς ανθρώπους, ο μπεστσελερίστας δεν είναι σοβαρός δημιουργός. Δεύτερον, ότι υπήρξα επιχειρηματίας (διαφημιστής) και μάλιστα επιτυχημένος. Τρίτον, υπήρξα πάντα πολιτικά ανένταχτος. Μάλιστα σε εποχές σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας των αριστερών ιδεών εγώ άσκησα κριτική στην Αριστερά, έβγαλα ένα βιβλίο με τίτλο “Μετά τον Μαρξ”, κριτική που σήμερα θα γινόταν αποδεκτή και από τους αριστερούς. Και το τελευταίο καρφί στο φέρετρο, η αγάπη για την τεχνολογία».

 

Κολυμπώντας στο Ποτάμι

 

 Και ξαφνικά ο Νίκος Δήμου βρίσκεται να κολυμπάει σε ένα ποτάμι. Στο «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη. Με προϋπηρεσία στην πολιτική, φίλος και συνεργάτης του Στέφανου Μάνου στους «Φιλελεύθερους» και στη «Δράση», ο Δήμου γνωρίζει τον Σταύρο Θεοδωράκη πολλά χρόνια. «Τον εκτιμώ πολύ. Εντιμος άνθρωπος και σωστός. Ο Σταύρος έχει καταφέρει να γίνει διάσημος και επιτυχημένος και να παραμείνει συμπαθής, πράγμα δύσκολο στη χώρα του φθόνου». Ρωτάω τον Νίκο Δήμου πού απέτυχε η «Δράση» και γιατί συγκινεί τόσο γρήγορα ο Θεοδωράκης. Δανείζεται μια πρόσφατη εξήγηση που έδωσε στο Mega ο Στέλιος Ράμφος: «Μπορεί η πολιτική να βασίζεται σε ιδέες και προτάσεις αλλά ουσιαστικά λειτουργεί με το συναίσθημα». «Ο κόσμος ελκύεται συναισθηματικά από τον Σταύρο, τον εμπιστεύονται, τον συμπαθούν, ενώ η “Δράση” ήταν ένα τελείως ψυχρό κόμμα που επιπλέον έλεγε και πολύ δυσάρεστα πράγματα». Οσο για το άμεσο μέλλον, ο Νίκος Δήμου πιστεύει ότι το «Ποτάμι» έχει αλλάξει ήδη το σκηνικό. «Θα υπάρξει ένας εντελώς διαφορετικός χάρτης μετά τις ευρωεκλογές. Και θα αναγκάσει άλλα κόμματα, είτε να μεταμορφωθούν είτε να αποχωρήσουν της σκηνής. Ηδη βλέπω ένα-δύο... Καταλύτης που δεν νομίζω ότι δεν θα παραμείνει στον ρόλο αυτό, θα αποκτήσει τη δύναμη για να συγκυβερνήσει με κάποιο άλλο κόμμα αλλά πιέζοντας προς την κατεύθυνση που θέλει».

 

Ο Νίκος Δήμου υπήρξε παιδί της Κατοχής. Η πρώτη του ανάμνηση ήταν να τον τυλίγουν σε μία κουβέρτα και να τον κατεβάζουν στο υπόγειο του πατρικού του στην οδό Μιχαήλ Βόδα, εν είδει καταφυγίου στους γερμανικούς βομβαρδισμούς. «Τα παιδιά της Κατοχής μεγαλώσαμε με πολύ παράξενο τρόπο. Δεν είχαμε παιχνίδια, φτιάχναμε παιχνίδια, ράβαμε κάλτσες για να φτιάξουμε μπάλες, φτιάχναμε αυτοσχέδια πυροτεχνήματα, πηδάγαμε στους προφυλακτήρες των πράσινων τραμ για να μην πληρώνουμε εισιτήριο, διαβάζαμε Μάσκα αλλά εγώ μεγάλωσα με πολλά βιβλία που με προμήθευαν οι γονείς μου. Μεγάλωσα με δύο συγγραφείς που λάτρεψα και λατρεύω ακόμα: τον Ιούλιο Βερν και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον “Φαίδωνα” της Διάπλασης των Παίδων». Μέσα από τον Βερν αγάπησε και την τεχνολογία. «Γιατί ο Βερν ήξερε ότι η τεχνολογία είναι και ποίηση. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι ηλίθιοι Έλληνες διανοούμενοι που νομίζουν ότι τεχνολογία είναι κατσαβίδια. Γιατί η τεχνολογία είναι δημιουργία και μάλιστα μια πολύ ουσιαστική δημιουργία που χρειάζεται φαντασία, ευρηματικότητα και γνώση».

 

«Η “Δυστυχία” με έχει ισοπεδώσει»

 

«Η δυστυχία του να είσαι Ελληνας» ανατυπώνεται συνέχεια από το 1975, ενώ έκτοτε κυκλοφόρησε σε πολλές γλώσσες (αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, βουλγαρικά, κινεζικά) και σε ακόμα περισσότερες χώρες και τώρα επανεκδίδεται συμπληρωμένο με νέο Επίμετρο.

 

Μερική αναθεώρηση και ανανέωση του κειμένου έγινε στο «Λεξικό» που μετράει ήδη εννέα ανατυπώσεις.

 

Με τον Νίκο Δήμου συμβαίνουν δύο παράδοξα: η ταύτισή του με τη «Δυστυχία» τείνει να επισκιάσει όλο το υπόλοιπο έργο του (που είναι από τα πιο πληθωρικά ανάμεσα στους συναδέλφους του), ενώ η εμπορική επιτυχία του βιβλίου τον κατέταξε απότομα στους «ευπώλητους», με αποτέλεσμα τη σχετική του περιθωριοποίηση από το εγχώριο πνευματικό κατεστημένο. «Η “Δυστυχία” είναι μια άλλη ιστορία, που με έχει ξεπεράσει και ελαφρώς ισοπεδώσει», παραδέχεται, και θυμάται τον Γιώργο Σαββίδη που του έλεγε «Δήμου, την έχεις πατήσει, η “Δυστυχία” θα σε ακολουθεί και μετά θάνατον και στον αιώνα τον άπαντα».

 

Ο ίδιος συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό το βιβλίο τον καιρό που κυκλοφόρησε στο εξωτερικό: γιατί οι μεν Ελληνες κριτικοί το είδαν ως ένα έξυπνο και χιουμοριστικό βιβλίο χωρίς να είναι καθόλου χιουμοριστικό αλλά οι ξένοι, και κυρίως οι γερμανόφωνοι, έκατσαν και έγραψαν ολόκληρες διατριβές αποτιμώντας το ως ένα φιλοσοφικό, στοχαστικό έργο, ως ανατομία του προβλήματος της ταυτότητας και της σχέσης του ανθρώπου με το παρελθόν του, τον τόπο του, την κουλτούρα του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα γράφτηκαν οκτώ κριτικές σε 38 χρόνια και στη Γερμανία έχουν γραφτεί περισσότερες από 70 σε 1,5 χρόνο. Ενώ το ίδιο έχει συμβεί και με ένα δεύτερο, νέο βιβλίο, παραγγελία του Γερμανού εκδότη μετά την επιτυχία της «Δυστυχίας» που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο μόνο στα γερμανικά και στο οποίο έχουν συμπεριληφθεί κείμενα που δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας στην Ελλάδα.