Συνέντευξη στον Γ. Χρονά (1997)

Ο Κύριος Νίκος Δήμου

γράφει για το Best seller ο Γιώργος Χρονάς (1997)

Η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική. Έφτασα στο ραντεβού, στο σπίτι του, στις 11 το πρωί. Από το σαλόνι έβλεπα τα δέντρα και το πλούσιο χορτάρι στον κήπο. Ησυχία παντού. Κάτι σπάνιο για μας που ζούμε στο κέντρο της Αθήνας. Με κέρασαν καφέ και γλυκό πολίτικο. Νερό κρύο. Δεν έχετε κάποιο μηχάνημα κλιματισμού, είπα. Δεν χρειάζεται. Το υπόγειό μου που εργάζομαι είναι δροσερό το καλοκαίρι, και ζεστό τον χειμώνα. Μου έδειξε το χώρο. Βιβλία παντού, έργα ζωγραφικής στον τοίχο σπουδαία, τα κομπιούτερ του. Μια βυζαντινή εικόνα πίσω από αυτά, στον τοίχο. Όλα ανέδυαν κομψότητα και ακριβό γούστο. Ο άνθρωπος που στεκόταν δίπλα μου στον καναπέ του ήταν τέλειος κάτοχος της ελληνικής, συγγραφέας, μεταφραστής, έγραψε ποιήματα, δημοσιογράφος, διαφημιστής, φωτογράφος, κάτοχος υψηλής παιδείας, ένα μυαλό ελεύθερο. Τα δυο τελευταία βιβλία του βρίσκονται στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, στους πάγκους τους. Το πρώτο «Η τέλεια διαδρομή» εκδόσεις OPERA και το δεύτερο «Από την οδό Ρήνου στην Ες Στράσε» στις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, ο εκδότης, όλων των βιβλίων του - σαράντα βιβλία. Έκανε ραδιόφωνο και τηλεόραση, οι εκπομπές του συζητήθηκαν. Στις 28 Ιουνίου 1997 το Δημοτικό Συμβούλιο της Ερμούπολης τον ανακήρυξε Επίτιμο Δημότη του. Αυτός ο μακροσυγγενής του Συριανού Εμμανουήλ Ροΐδη, μας λέει μέσα στη μέθη του θέρους.

- Ζείτε σχεδόν σ’ έναν χώρο ονειρικό. Τι είναι για σας όνειρο; Βλέπετε όνειρα;

- Λίγα, και συνήθως όχι ευχάριστα, έτσι που να είμαι ευτυχής όταν δεν βλέπω. Αλλά για τον ονειρικό χώρο που λέτε, τελικά κατάλαβα, χωρίς να το έχω επιδιώξει, ότι αυτός είναι ένας αντικατοπτρισμός του εσωτερικού μου χώρου. Έτσι κάπως πρέπει να είναι μέσα και το κεφάλι μου, γεμάτο βιβλία, πίνακες, προγράμματα, υπολογιστών, δίσκους, φωτογραφίες, υλικό, πολύ υλικό. Αυτός είναι ο χώρος μου. Ένας χώρος μέσα στον οποίον μονάζω, διότι κατεβαίνω στο υπόγειο, συνήθως, κατά τις επτά το πρωί και ανεβαίνω στην επιφάνεια της γης το βράδυ. Και επειδή είμαι πολύ κουρασμένος σπάνια βγαίνω. Παρά αφού καθίσω και μιλήσω λίγο στο σπίτι και έχω κάποια επαφή με ανθρώπους, πηγαίνω νωρίς για ύπνο για να είμαι έτοιμος την επόμενη μέρα, πάλι, να ξανακατέβω στο υπόγειο. Η ζωή μου έχει αυτό το ρυθμό πια, αυτή τη μορφή.

- Πάντοτε ζούσατε με ένα πρόγραμμα; Θα το λέγατε γερμανικό το πρόγραμμα ή ελληνικό ποιότητος;

- Όχι, δεν είχα ποτέ πρόγραμμα. Το περίεργο για μένα είναι ότι δεν κάνω ποτέ πρόγραμμα, απλώς τα πράγματα παίρνουν μόνα τους μία μορφή. Εν αντιθέσει, μάλιστα, είμαι από τους τύπους που αρνούνται να προγραμματίσουν, κι αν μου πείτε «τον επόμενο μήνα να κάνουμε αυτό...», θα απαντήσω: «άσε να φτάσει ο επόμενος μήνας και βλέπουμε». Δεν μπορώ να σκεφτώ, να προεξοφλήσω, να το πω έτσι, το μέλλον. Με την ίδια λογική που δεν προεξοφλώ χρηματικά ποσά, δεν δανείζομαι δηλαδή ούτε υπογράφω γραμμάτια, έτσι δεν υπογράφω και γραμμάτια μέλλοντος.

- Τα βιβλία σας δεν είναι γραμμάτια του μέλλοντος; Σχεδόν είναι σαν επιστολές τα βιβλία σας. Δηλαδή, από τον χώρο που ζείτε, από τις σκέψεις και το πολιτισμό που έχετε, την παιδεία και την παρουσία σας στην Ελλάδα και τον κόσμο, μέσα από την ελληνική γλώσσα μιλάω, ελληνικά γράφετε, είναι σαν επιστολές που βγήκαν...Το πρώτο σας βιβλίο βγήκε...

- Το 1953.

- Με τίτλο;

- «Ίμεροι». Ήτανε μια ποιητική συλλογή η οποία έχει λησμονηθεί, και καλώς έκανε και λησμονήθηκε. Ήταν τα κλασικά ποιήματα της εφηβείας. Δείχνουν μια αξιόλογη για την ηλικία τεχνοτροπία και δυνατότητα μίμησης, που τότε βέβαια δεν ήτανε συνειδητή. Δεν ήξερα ότι το ένα ποίημα είναι μίμηση του Ρίλκε, το άλλο μίμηση του Λόρκα και το τρίτο μίμηση του Έλιοτ…

- Ποιος σας το είπε αυτό;

- Ο ίδιος το κατάλαβα μετά από λίγο καιρό όταν τα ξαναείδα και κατόπιν αποφάσισα να αποσύρω την ποιητική αυτή συλλογή από την κυκλοφορία. Μπορεί να είχε ένα ενδιαφέρον ως ασκήσεις ύφους αλλά δεν ήτανε ποιήματα, ήταν απλώς δοκιμές γραφής.

- Κάνατε αυτό που κάνουν οι άνθρωποι όταν θέλουν να περιγράψουν τον κόσμο. Διαλέξατε την ποίηση. Νομίζω, όλα τα βιβλία σας εκεί τείνουν, είναι κομψά, είναι σύντομα, σαφή. Δεν έχετε την φλυαρία ογκωδών, των τούβλων που βγαίνουν, είτε ανήκουν στο μυθιστόρημα είτε στην φιλοσοφία. Αυτά που λέτε τα λέτε με σαφήνεια και με έναν ελληνικό τρόπο κομψότητος. Υπολογίζετε και τον χρόνο του αναγνώστη και αυτό είναι πολύ σοβαρό. Οι σημερινοί συγγραφείς ξεχνάνε πόσο χρόνο έχει σήμερα ο άνθρωπος.

- Κοιτάτε εκεί υπήρξαν τρία πράγματα που έπαιξαν ρόλο: Η μονομανία του ύφους, η ποίηση και η διαφήμιση. Το πρώτο: από την αρχή, αυτό που με γοήτευε στην λογοτεχνία, ήταν το ύφος. Και πιστεύω τελικά ότι η ουσία της γραφής και η αξία της είναι αυτό που ονομάζουμε ύφος. Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο λες ένα πράγμα. Νομίζω ότι όλη μου η ζωή ήταν μια προσπάθεια άσκησης ύφους, όχι μόνο δε στο γράψιμο αλλά και στον τρόπο ζωής. Ακόμα και τα λεγόμενα δημοσιογραφικά κείμενά μου, αν τα δει κανείς μετά από χρόνια, διαβάζονται χωρίς να υπάρχει το στοιχείο της ανεπικαιρότητας, επειδή δεν είναι γραμμένα δημοσιογραφικά, είναι γραμμένα σαν ασκήσεις ύφους και το ύφος τους παραμένει ζωντανό. Από την αρχή επεδίωξα να έχω ένα τρόπο γραφής που να είναι ο δυνατόν πιο άμεσος, πιο γρήγορος και πιο οικονομικός. Πιστεύω φοβερά στην οικονομία των μέσων. Αυτό που έλεγε ο Γκαίτε, ότι η τέχνη συνίσταται στο να κόβεις, το πιστεύω απόλυτα εξ’ου και το ότι τα κείμενά μου μικραίνουν στην επεξεργασία. Ένα κείμενο μπορεί να είναι πέντε δακτυλογραφημένες σελίδες και να καταλήξει σε μια. Το δεύτερο στοιχείο που βοήθησε είναι, ακριβώς, η ποιητική εμπειρία. Το περίεργο είναι ότι, παρ’ όλο που δεν μετράω σαν ποιητής, (απόδειξη ότι δεν υπάρχω, σε καμιά ποιητική ανθολογία, σε καμιά μελέτη περί Ελληνικής ποιήσεως μεταπολεμικής κλπ), ωστόσο εγώ τα πρώτα είκοσι χρόνια της συγγραφικής μου σταδιοδρομίας έγραφα μόνο ποιήματα και θεωρούσα τον εαυτό μου ποιητή. Τελικά, αναθεώρησα την άποψή μου. Δεν πιστεύω ότι είμαι ποιητής, πιστεύω ότι έγραψα ποιήματα. Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του "είμαι ποιητής" και "γράφω ποιήματα". Αυτός που είναι ποιητής είναι εκατό τα εκατό δοσμένος και ταγμένος στην ποίηση. Αυτός που γράφει ποιήματα (και μπορεί να γράψει μερικά πολύ καλά παρεμπιπτόντως) είναι ένας άνθρωπος που ενίοτε εκφράζεται και με αυτόν τον τρόπο, και καμιά φορά πετυχαίνει ένα καλό αποτέλεσμα. Αλλά δεν έχει ποιητικό έργο, έχει μεμονωμένα ποιήματα. Αλλά όμως αυτή η άσκηση στην ποίηση με δίδαξε, πάλι, όσο γίνεται την πιο καίρια έκφραση. Και το τρίτο στοιχείο, που θα φανεί λίγο περίεργο αν δεν το ξέρει κανείς, ήτανε η θητεία μου στη διαφήμιση.

- Ήτανε σχολείο;

- Ναι. Όσο κι αν την αντιπαθώ γιατί μου έφαγε είκοσι χρόνια από την ζωή μου.

- Θεωρείτε σημαντικότερη τη ζωή σας; Ήσασταν πιο νέος απλώς.

-Ήμουν πιο νέος και οπωσδήποτε πιο δυνατός και πιο δημιουργικός, αλλά θα προτιμούσα να μην είχα περάσει από αυτήν την ιστορία, η οποία, ναι μεν μου άφησε μερικά πολύ θετικά πράγματα αλλά από την άλλη μεριά μου έφαγε πάρα πολύ χρόνο. Τα θετικά; Είναι το τρίτο από τα πράγματα που με διαμόρφωσαν. Η διαφήμιση είναι ένας ύψιστα φορτισμένος αλλά και οικονομικός, συγκινησιακός λόγος. Προσπαθεί μέσα σε είκοσι - τριάντα δευτερόλεπτα, είτε αυτό είναι ένα σενάριο τηλεοράσεως είτε ένα κείμενο ραδιοφώνου, να προκαλέσει μια συγκεκριμένη συγκινησιακή αντίδραση, να κάνει έναν άνθρωπο να ενδιαφερθεί, ακόμα και να περάσει σε δράση. Λοιπόν αυτό σε μαθαίνει να έχεις τρομακτική οικονομία και αποτελεσματικότητα λόγου - γιατί ξέρεις ότι έχεις στην διάθεσή σου μόνο είκοσι δευτερόλεπτα. Αν η κάθε λέξη δεν είναι ενεργή τότε το διαφημιστικό μήνυμα αποτυγχάνει. Αυτό ήταν το ένα πράγμα που με έμαθε η διαφήμιση, και σ’ αυτά τα τρία που είπα δηλαδή στην εμμονή στο ύφος, στην ποιητική προπαίδεια, και στην διαφημιστική άσκηση οφείλεται το γεγονός ότι τα κείμενά μου είναι απλά, πυκνά αλλά, πιστεύω και ελπίζω, καίρια. Ένα άλλο πράγμα που μου έδωσε η διαφήμιση είναι μια σημαντική πείρα πραγμάτων και ανθρώπων, την οποία δεν έχουν μερικοί αιθεροβάμονες της λογοτεχνίας. Πολλές φορές, όταν διαβάζω ένα μυθιστόρημα, στο οποίο εμφανίζονται διάφοροι πλούσιοι, επιχειρηματίες, βλέπω τόσο ψεύτικες και κατασκευασμένες καταστάσεις, που είναι εμφανές ότι ο άνθρωπος αυτός δεν έχει καμιά εμπειρία από αυτόν τον χώρο όπως και από άλλους - είτε αυτοί είναι της ζωής, είτε της αφηρημένης σκέψης. Πιστεύω ότι ένα από τα μεγάλα ελλείμματα της Ελληνικής λογοτεχνίας, πράγμα που την κάνει διεθνώς μη συναγωνίσιμη, είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι επαρχιακοί, με την έννοια ότι είναι αφενός κλεισμένοι μέσα στον εαυτό τους και αφετέρου μέσα σ’ έναν δικό τους μικρόκοσμο και δεν έχουν πραγματικές, ουσιαστικές εμπειρίες τις οποίες να επεξεργαστούν.

- Κάνατε παρέα με ποιητές, πεζογράφους, εδώ στο σπίτι σας βλέπω έργα του Σπυρόπουλου, βλέπω όμως και έργα του Μποστ, βλέπω βυζαντινές εικόνες. Τα αγαπάτε όλα αυτά εξίσου;

- Θα έλεγα ότι τα αγαπάω κατά εποχές διαφορετικά. Δηλαδή μπορεί να περάσω μια φάση που να με γοητεύει ο Σπυρόπουλος μετά να τον ξεχάσω για λίγο καιρό και να προσέξω περισσότερο άλλα πράγματα. Με την τέχνη είμαι όπως με τη ζωή. Ένα από τα βασικά μου μειονεκτήματα, κατά τους άλλους, είναι αυτό που ονομάζουνε πολυπραγμοσύνη. Όμως αυτή η πολυπραγμοσύνη είναι, τελικά, συστατικό στοιχείο του εαυτού μου. Δεν θα μπορούσα να ασχολούμαι μόνο με ένα πράγμα.

- Τι ζώδιο είσαστε;

- Εξαρτάται, άμα βρέχει είμαι Κριός, άμα έχει ήλιο είμαι Ζυγός, άμα φυσάει αέρας είμαι Παρθένος. Εν πάση περίπτωση αυτό που είναι ουσιαστικό με μένα είναι ότι έχω ένα ακούραστο ενδιαφέρον για όλα τα πράγματα δηλ. δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που δεν μ’ ενδιαφέρει. Το μόνο μου όριο είναι ο χρόνος, ο οποίος δεν μου επιτρέπει να ασχοληθώ με τα πάντα, αλλά ασχολούμαι ήδη με πάρα πολλά. Αυτή η πολυπραγμοσύνη με κάνει την μια μέρα να φωτογραφίζω και να είμαι εκατό τα εκατό αφοσιωμένος σ’ αυτό, την επόμενη να γράφω, την τρίτη μέρα να συναρμολογώ έναν υπολογιστή, την επόμενη να ασχολούμαι μόνο με φιλοσοφία. Όταν λέω μέρες δεν είναι απαραίτητο να είναι μέρες μπορεί να είναι εποχές, εβδομάδες, μήνες. Ένα από τα μικρά δράματα της εφηβικής μου ηλικίας ήταν όταν διάβασα «Τα γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή», όπου ο Ρίλκε ορίζει ως κριτήριο της ποίησης το αν θα μπορούσε κανείς να ζει χωρίς να γράφει ποίηση. Κι εγώ τότε νόμιζα πως ήμουν ποιητής. Ωστόσο η απάντησή μου ήταν αρνητική. Τι θα πει αυτό - επειδή δεν θα μπορούσα να γράψω ποίηση θα έπεφτα να πεθάνω; Υπάρχουν ένα σωρό τρόποι να κάνει κανείς ποίηση στον κόσμο. Ωραία δεν θα έγραφα ποιήματα, θα έκανα ποιητικές φωτογραφίες ή θα έγραφα ένα πρόγραμμα υπολογιστή με ποιητικό αποτέλεσμα.

- Ο Ρίλκε ίσως είναι μιας άλλης εποχής και μιλάει από την μεριά του δάσκαλου. Βλέπει πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος της ποιήσεως. Ο Καβάφης τον ορίζει αλλιώς, δηλαδή λέει και μόνο ότι έφτασες στο πρώτο σκαλί ή όπως θα έλεγε ο Πλάτων, αν μπήκες στον κόσμο των ιδεών, της ποίησης. Και, σεις, νομίζω έχετε όλες αυτές τις ειδικές ιδέες, και μόνο η κομψότητα των πραγμάτων που γράφετε, θα έλεγα Ελληνική κομψότητα και διεθνής γιατί όχι, αν αυτή μεταφερθεί σε μια άλλη γλώσσα, δεν έχει παρά ρίζα την ποίηση, όπου σε λίγα πράγματα μπορεί να πεις τα πάντα. Η παρέα σας με τους ποιητές, ήσασταν είκοσι χρόνια φίλος με τον Ελύτη, τι σας έλεγε ο Ελύτης;

- Ο Ελύτης σαν άνθρωπος δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακός. Θυμάμαι την απογοήτευση της συντρόφου μου που τον θαύμαζε φοβερά, όταν τον γνώρισε. Ο Ελύτης, ως συνήθως ή μιλούσε πολύ λίγο, ή όταν μιλούσε, αναφερόταν σε πολύ καθημερινά πράγματα, με ένα απλό και καθημερινό λεξιλόγιο. Η σύντροφός μου μετά από κάνα δυο ώρες μου λέει στο αυτί: «είσαι σίγουρος ότι αυτός είναι ο Ελύτης;» Λέω: «Καλά τι περίμενες να βγάζει από το στόμα του ποιητικές κορδέλες;» Τελικά ο Ελύτης δεν ήταν ποιητής στην καθημερινότητα όπως π.χ. ο Σικελιανός, που τον γνώρισα παιδί και με εντυπωσίασε φοβερά. Ο οποίος δεν ήταν απλώς ποιητής στα γραφτά του, αλλά και στην ζωή, στην εμφάνισή, στον τρόπο που μιλούσε και στο ύφος με το οποίο αντιμετώπιζε τους ανθρώπους. Με τον Ελύτη είχαμε μια σχέση πάρα πολύ ουσιαστική γιατί εκείνος πίστευε ότι τον καταλάβαινα. Και έπαιζα έναν ρόλο γι’ αυτόν ενός, να τον πούμε έτσι, επαρκούς αναγνώστη. Αυτό που χαιρόμουν ήταν όταν έγραφα κάποιο κείμενο για τον Ελύτη, ο Ελύτης με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε: «ναι αυτό ακριβώς ήταν που ήθελα να πω». Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κριτικό, αυτά που έγραφα για τον Ελύτη είναι δοκίμια και τα δοκίμια δεν είναι άλλο παρά μια μορφή αυτοβιογραφίας. Ουσιαστικά περιγράφεις τα βιώματά σου, τα δικά σου βιώματα όταν διαβάζεις ένα βιβλίο, όταν βλέπεις ένα έργο.

- Γνωρίσατε άλλους ποιητές, καλλιτέχνες, ζωγράφους, κάνατε παρέα με εικαστικούς, σκηνοθέτες στην ζωή σας; Θέλετε να κάνετε;

- Στην νεανική μου ηλικία όπως φαίνεται και στο τελευταίο μου βιβλίο όπου περιγράφω την μαθητεία μου στην Γερμανία ήτανε μια εποχή που ζούσα συνεχώς με ανθρώπους πάρα πολύ αξιόλογους, οι οποίοι ήτανε ακριβώς ποιητές,συγγραφείς, σκηνοθέτες, φιλόσοφοι.

- Γερμανοί;

- Γερμανοί. Και με τους οποίους είχα μια πάρα πολύ ζωντανή δημιουργική σχέση. Λέω δημιουργική γιατί φτιάχναμε πράγματα μαζί. Δηλαδή ανεβάζαμε θεατρικά έργα, κάναμε ταινίες όπου συμμετείχαμε όλοι μέσα, άλλος έγραφε το σενάριο, άλλος έκανε το μοντάζ, άλλος έκανε σκηνικά, τραγούδια, διάφορες δουλειές... -

 Μιλάτε για ποιες χρονολογίες;

- Μιλάω για την εποχή μεταξύ 1954 και του 1960. Ήτανε τα χρόνια από το δέκατο ένατο μέχρι το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας μου. Και ήτανε μια εποχή μαθητείας. Τα τρία στοιχεία που με διαμόρφωσαν σαν άνθρωπο και σαν συγγραφέα, ήτανε αφενός η περίφημη κυρία Vivier, το Κολέγιο και το Μόναχο. Η κυρία Vivier, η οποία ζει ακόμα, ήτανε καθηγήτρια Γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας - αλλά όχι μόνο. Υπήρξε μια Διοτίμα.

- Εδώ στην Αθήνα; - Εδώ στην Αθήνα. Μαζί της έκανα Γαλλική Φιλολογία και Γαλλική Φιλοσοφία.

- Την είχατε στο σπίτι σας;

- Όχι. Έμαθα γαλλικά από νήπιο γιατί είχα στο σπίτι, γκουβερνάντα Ελληνογαλλίδα. Μετά έκανα διάφορα μαθήματα μέχρι που στα δεκατρία μου συνάντησα αυτή τη γυναίκα η οποία τότε ήταν νεότατη και εκπάγλου καλλονής, και την ερωτεύτηκα βέβαια, και αυτή μου άνοιξε τον δρόμο για τις τέχνες, την φιλοσοφία, την λογοτεχνία, για τα πάντα. Αυτή ήταν η πρώτη μου μαθητεία. Μετά, και ταυτόχρονα μ’ αυτήν, ήταν η φοίτησή μου στο Κολέγιο Αθηνών, το οποίο είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη - την οποία εγώ άρχισα να εκμεταλλεύομαι εκείνη την εποχή - και πάρα πολύ ενδιαφέροντες καθηγητές και μαθητές με τους οποίους κάναμε πολλά πράγματα.

- Ήταν κάποιοι γνωστοί απ’ αυτούς;

- Πάρα πολλοί.

- Όπως; Καλά οι συμμαθητές μου αποτελούν αυτή τη στιγμή ένα μικρό Who’s Who. Ήταν τρεις Ευρωβουλευτές μέσα στο τμήμα μου, δυο υπουργοί, πέντε καθηγητές Πανεπιστημίου. Ήταν μια πολύ ζωντανή τάξη. Η τρίτη εποχή ήταν η εποχή της Γερμανίας όπου παράλληλα με το Πανεπιστήμιο, που σπούδασα Φιλοσοφία, είχα την τύχη να μπω μέσα στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου και επί έξι χρόνια να δουλεύω μαζί με ταλαντούχους ανθρώπους οι οποίοι αυτή την στιγμή είναι πολύ γνωστοί όχι απλώς στην Γερμανία αλλά Πανευρωπαϊκά. Αυτές οι τρεις εποχές με διαμόρφωσαν και έτσι πρέπει να πω όταν γύρισα στην Ελλάδα και συνάντησα την ντόπια ας το πούμε σκέψη και διανόηση δεν είχα ιδιαίτερη πια ανάγκη από ερεθίσματα. Είχα ήδη πάρει πολλά κι από Έλληνες, είχα γνωρίσει τον Μάνο Χατζιδάκι πριν φύγω για την Γερμανία και είχα πάντα μαζί μου εκεί τον δίσκο του με τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», «Για μια μικρή αχιβάδα». Όπως λέω και στο βιβλίο μου, όποτε ήθελα να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα έβαζα αυτό το δίσκο και ξαναγύριζα. Είχα γνωρίσει τον Γιάννη Τσαρούχη, πάλι πριν να φύγω για την Γερμανία και ήδη είχα πάρει από τέτοιους ανθρώπους ορισμένα πράγματα, αλλά όταν γύρισα τελικά στην Ελλάδα αφενός μεν εγώ αισθανόμουν κατά κάποιο τρόπο έτοιμος - είχα οργανωθεί μέσα μου. Αφετέρου συνέβη το εξής, που ήταν αρκετά καθοριστικό: επιστρέφοντας από μια ζωή σχόλης, μαθητείας και ελεύθερης σκέψης, πέρασα ξαφνικά και πολύ απότομα στην βιοπάλη. Διότι γυρίζοντας στην Ελλάδα, διάφορες οικογενειακές ιστορίες με ανάγκασαν, ενώ ήμουνα ακόμα στρατευμένος, να δουλέψω για να συντηρήσω την μητέρα μου και τον εαυτό μου. Έτσι για τα δέκα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα εργαζόμουν: είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1960 που γύρισα μέχρι το 1972 δεν εξέδωσα παρά μόνο μία μικρή ποιητική συλλογή, δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να δουλεύω, για να μπορέσω να σταθώ οικονομικά. Δεν είχα χρόνο για παρέες λογοτεχνικές ή καλλιτεχνικές. Όταν αργότερα ξαναγύρισα στην λογοτεχνία φορούσα ήδη την στάμπα του «διαφημιστή» (πράγμα που απέκλειε την περίπτωση να είμαι πνευματικός άνθρωπος). Κατόπιν αυτού οι πνευματικοί κύκλοι της Αθήνας με κλείδωσαν απ’ έξω κι αυτός ο αποκλεισμός κρατάει ακόμα. Δεν μου συγχωρήθηκαν ποτέ ορισμένα πράγματα, π.χ. το ότι δεν ήμουν Μαρξιστής και έγραψα δυο βιβλία με κριτική στις Μαρξιστικές θέσεις, (την οποία σήμερα θα προσυπέγραφαν πολλοί αριστεροί). Δεν μου συγχωρήθηκε το ότι ήμουν διαφημιστής και πέτυχα επιχειρηματικά και έβγαλα χρήματα. Η φίλη μου Κική Δημουλά μου λέει συχνά: «Δεν υπάρχει ελπίδα για σένα, εκτός αν κάνεις μια χρεοκοπία. Μόλις χρεοκοπήσεις θα πουν - αληθώς ήταν πνευματικός άνθρωπος». Δεν μου συχωρέθηκε το γεγονός ότι δεν είχα κανενός είδους πολιτική ή κομματική ένταξη. Έτσι με έχουν πολεμήσει κατά καιρούς, όλες οι πολιτικές παρατάξεις. Είμαι ο μόνος άνθρωπος που κόπηκε από την Ε.Ρ.Τ και επί ΠΑΣΟΚ και επί Ν.Δ.. Δεν μου συγχωρήθηκε η αγάπη μου για την τεχνολογία, διότι ως γνωστόν η τεχνολογία είναι πράγμα αντιπνευματικό - και άρα κάποιος που ασχολείται με κομπιούτερς, αυτοκίνητα και μηχανήματα εξ ορισμού δεν είναι πνευματικός άνθρωπος. Τα τελευταία χρόνια ενόχλησαν και οι «ανθελληνικές» θέσεις μου στα «εθνικά θέματα» - με αποτέλεσμα να βρεθώ στο στόχαστρο και της Εκκλησίας. Έτσι έχω καταλήξει να είμαι άτομο περιθωριακό ως προς την λογοτεχνική και καλλιτεχνική μου υπόσταση που αναμένει την αναγνώριση από την μελλοντική, μετά θάνατον πορεία.

- Αν θέλετε να προσθέσετε τον αριθμό των αντιτύπων που έχουν πουλήσει τα βιβλία σας, ποιος αριθμός θα ήταν; Θα ήταν εξαψήφιος;

- Α, βέβαια. Μόνο η «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» πρέπει να έχει πουλήσει - τουλάχιστον στις επίσημες εκδόσεις της, γιατί έχουν κυκλοφορήσει και παράνομες - πάνω από εκατό χιλιάδες αντίτυπα. Οπότε το σύνολο των βιβλίων μου θα πρέπει να έχει πουλήσει γύρω στις τριακόσιες χιλιάδες.

- Όλα;

- Σχεδόν όλα. Αλλά και αυτό δεν μου συγχωρήθηκε. Αν σας δείξω τους φακέλους τους οποίους κρατάω τις κριτικές και τα δημοσιεύματα για τα βιβλία μου, μέχρι την «Δυστυχία» είχα βγάλει έντεκα βιβλία νομίζω, είχαν γραφτεί πάρα πολλά και θετικά σχόλια. Με την φοβερή επιτυχία της «Δυστυχίας» ξαφνικά όλοι θυμήθηκαν ότι είμαι διαφημιστής, (και πριν ήμουνα αλλά δεν το είχαν συνδυάσει) και είπανε α, βέβαια πουλάει γιατί είναι διαφημιστής και κάνει διαφημιστικά κόλπα. Όπως ξέρετε το «μπέστ σέλλερ» είναι άλλη μια αμαρτία την οποία δεν οφείλει να διαπράξει ένας αληθώς πνευματικός άνθρωπος διότι το μπεστ σέλλερ είναι πράγμα εξ’ ορισμού και αυτό κακό. Όποιος το κάνει χάνει την εκτίμηση. Ο Μουρσελάς έχασε την εκτίμηση των συναδέλφων του. Όσο ήταν θεατρικός συγγραφέας ήτανε καλός. Μόλις έκανε ένα μπέστ σέλλερ έχασε και το κύρος της θεατρικής του παρουσίας. Τα ‘χασε όλα.

- Τα περισσότερα βιβλία σας, αν όχι όλα, έχουν βγει στις εκδόσεις «Νεφέλη». Πώς έγινε η συνάντηση με τον Γιάννη Δουβίτσα και πότε; Έχετε την ίδια ηλικία νομίζω.

- Περίπου. Ίσως είμαι λίγο μεγαλύτερος. Είχα κακοπάθει πολύ από τους εκδότες. Ο πιο σοβαρός και αξιοπρεπής εκδότης μου ήταν ο «Ίκαρος» αλλά υπήρξε πρόβλημα γιατί όταν η «Δυστυχία» έγινε μπέστ σέλλερ ο «Ίκαρος» δεν ήταν σε θέση ούτε να ανταποκριθεί στην ζήτηση. Να σκεφτείτε ότι η δεύτερη έκδοση έκανε δυο μήνες να κυκλοφορήσει. Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε μέσα σε τέσσερις μέρες, πριν καν αναγγελθεί. Η δεύτερη έκδοση εξαντλήθηκε την πρώτη μέρα, διότι είχαν συσσωρευτεί τόσες παραγγελίες που εξαφανίστηκαν όλα τα αντίτυπα. Η τρίτη έκδοση πάλι μήνες να βγει και κατόπιν αυτού παρ’ όλη την φιλία μου με τον Νίκο Καρύδη και την εκτίμησή μου γι’ αυτόν του είπα: «Νίκο μου δεν μπορείς να ανταποκριθείς στους ρυθμούς μιας αγοράς που αρχίζει και δουλεύει αλλιώς τώρα». Από κει και πέρα άρχισε μια εκδοτική οδύσσεια η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να μην εισπράξω μια δραχμή από τα πνευματικά δικαιώματα όλων μου των βιβλίων μέχρι την συνεργασία μου με την «Νεφέλη».

- Ούτε από τον «Ίκαρο»; - Ούτε από τον «Ίκαρο». Ο «Ίκαρος» μου είπε ότι θα στα χρωστάω, θα τα βρούμε κλπ. άλλωστε τα πρώτα βιβλία που είχα βγάλει στον «Ίκαρο» τα είχα πληρώσει εγώ. -

 Οι εισπράξεις ήταν δικές τους;

- Ναι οι εισπράξεις ήταν δικές τους. Και τελικά πέρασα από «Ερμεία», από «Κάκτο» από διάφορους τέλος πάντων εκδότες οι οποίοι με την ενδόμυχη δικαιολογία ότι εγώ δεν έχω ανάγκη, μου έδιναν ψίχουλα ή και τίποτα. Μάλιστα θυμάμαι μια επιταγή που μου έδωσε ένας - όταν την πήγα στην Τράπεζα αποδείχθηκε ακάλυπτη. Και του λέω «μα δεν φοβάσαι μην σε στείλω φυλακή;» και μου απαντά: «μα είναι δυνατόν, εσύ ο πλούσιος Δήμου να στείλεις έναν φτωχό εκδότη στην φυλακή;» Ο Γιάννης Δουβίτσας, τον οποίο γνώρισα μέσω του Αιμίλιου του Καλιακάτσου…

- Το 19...

- Το 1981. Κάναμε μία συμφωνία: ότι η «Νεφέλη» θα είναι ο εκδότης αλλά ο Καλιακάτσος θα είναι ο επιμελητής, και ουσιαστικά θα ετοιμάζει το βιβλίο. Δηλαδή η Νεφέλη είχε απλώς την διάθεση των βιβλίων μου, όχι την παραγωγή. Εξ’ ου και μερικές φορές ο Γιάννης Δουβίτσας μπορεί να μην ήξερε τι βιβλίο έβγαζε γιατί εγώ το πήγαινα κατευθείαν στον Καλιακάτσο, ο Καλιακάτσος το προχωρούσε και ο Γιάννης το έπαιρνε έτοιμο. Η σχέση με την «Νεφέλη» ήταν μια καλή σχέση - με αντιμετώπισε με κάποιο επαγγελματισμό. Ωστόσο απόχτησα κι άλλο εκδότη και έτσι το προτελευταίο μου βιβλίο «Τέλεια διαδρομή» το έδωσα στην «Όπερα» όπου πρέπει να πω είμαι πολύ ευχαριστημένος γιατί και η δουλειά, η εκδοτική, που έγινε και η προώθηση του βιβλίου ήταν καλή. Πάλι βέβαια και αυτήν την έκδοση την επιμελήθηκε ο Καλιακάτσος. Εγώ τον Καλιακάτσο τον παίρνω μαζί μου όπου πάω.

- Ο Καλιακάτσος είναι ακριβός ή με βάση την δουλειά που κάνει και ξέροντας τι σημαίνει ακριβός είναι και φτηνός στη δουλειά του; -

 Δεν ξέρω, γιατί δεν τον πληρώνω εγώ. Τον πληρώνουν οι εκδότες και έτσι δεν έχω ιδέα πόσα παίρνει ο Καλιακάτσος. Η επιτυχία των βιβλίων μου δίνει το δικαίωμα να θέτω ορισμένους όρους και να λέω: εγώ θα βγάλω το βιβλίο εφόσον το επιμεληθεί ο Καλιακάτσος. Από κει και πέρα ο εκδότης συζητάει με τον Καλιακάτσο τι θα του πληρώσει και τι δεν θα του πληρώσει.

- Είστε σνομπ; -

 Με μια έννοια ναι, με μια άλλη έννοια όχι. Δεν είμαι σνομπ ρατσιστής. Με την έννοια ότι δεν πιστεύω σε οποιεσδήποτε ανωτερότητες, ούτε στην ανωτερότητα της Ελληνικής Φυλής. Αυτό είναι ένα άλλο πράγμα που δεν μου συγχωρήθηκε τα τελευταία χρόνια η οξύτατη κριτική που κάνω στον Ελληνικό σωβινισμό, εθνικισμό, Μακεδονισμό και όλα αυτά τα περίεργα πράγματα.

- Άρα δεν συμπαθείτε και τον Σαμαρά.

- Θα έλεγα ότι έχω γράψει τα πιο σκληρά πράγματα για τον Σαμαρά και σε ένα ποσοστό πρέπει να είμαι υπεύθυνος για την πτώση του. Ελπίζω τουλάχιστον να κατάλαβε ότι αυτά τα πράγματα δεν τα ‘γραψα για προσωπικούς λόγους, (είχα μια οικογενειακή σχέση μαζί του) αλλά γιατί θεωρώ ότι οι θέσεις τις οποίες πήρε ήτανε ολέθριες για τον τόπο.

- Μα τις πήρε ή του τις είπανε; Εσείς τι νομίζετε;

- Όχι τις πήρε από καθαρά λόγους καιροσκοπισμού. Είδε ότι ανέβαινε το κύμα του εθνικισμού και επέβη αυτού του κύματος να ανέβει και αυτός. Αλλά βέβαια δεν κατάλαβε ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή να βγει από αυτό το πράγμα πριν πέσει το κύμα, κι έτσι η πτώση του κύματος του Εθνικισμού τον παρέσυρε προς τα κάτω, όπως η άνοδος τον είχε ανεβάσει προς τα πάνω. Για να ξαναγυρίσω στην αρχική ερώτηση, την οποία ξέχασα…

- Για το σνομπ.

- Λοιπόν δεν είμαι σνομπ - ρατσιστής, δεν πιστεύω στην ανωτερότητα ούτε φυλών, ούτε ανθρώπων ούτε του γεγονότος ότι κατάγομαι από μια «καλή οικογένεια», άρα είμαι κάτι. -

 Είστε μοναχοπαίδι;

- Ναι. Για τον σνομπισμό: δεν νομίζω π.χ. ότι είμαι κάτι καλύτερο από αυτούς που ήρθαν χτες από το χωριό τους. Αυτόν τον σνομπισμό δεν τον έχω. Έχω έναν σνομπισμό που περισσότερο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελιτισμός με την έννοια ότι μ’ αρέσει το καλό πράγμα, η καλή γραφή, η καλή ζωγραφική, η καλή ποιότητα κατασκευής των αντικειμένων. Εκεί είμαι αυστηρός στην κρίση μου και δεν αναγνωρίζω την γνωστή λαϊκίστικη άποψη ότι δεν φταίει ο εκάστοτε δράστης αλλά η "κακούργα κοινωνία" που δεν είναι καλός συνθέτης, ή καλός ζωγράφος ή καλός ποιητής ή οτιδήποτε άλλο. Ίσως αυτή η αυστηρότητα να ενοχλεί. Αλλά την άποψη ότι όλα τα έργα είναι καλά, ότι όλοι οι άνθρωποι εφόσον έχουν καλές προθέσεις είναι και αυτοί εξίσου καλοί, ότι όλα τα αποτελέσματα είναι ίσα, αυτό δεν το αποδέχομαι και ας θεωρηθεί σνομπισμός, δεν με πειράζει.

- Για την διαφήμιση, είπατε ότι σας πήρε είκοσι χρόνια από την ζωή σας. Στην Αθήνα πότε ήρθατε από την Σύρο και πού μένατε;

- Καταρχήν δεν ήρθα εγώ από την Σύρο, ήρθε η μητέρα μου πολλά χρόνια πριν. - Είστε καθολικός;

- Όχι. Η μητέρα μου δεν ανήκε στους Καθολικούς Συριανούς αλλά στους Συριανούς τους Ερμουπολίτες, οι οποίοι είναι ορθόδοξοι, και η καταγωγή της οικογένειάς της πάει πίσω στη Χίο και ακόμα πιο πίσω στην Ιταλία. Είναι μια οικογένεια που ήρθε στην Χίο και εγκαταστάθηκε μαζί με κάτι άλλες μετά την τέταρτη σταυροφορία. Χωρίσανε την Χίο σε μεγάλα τιμάρια και ο καθένας νεμότανε ένα κομμάτι του νησιού, φύγανε μετά την καταστροφή της Χίου και σκορπίσανε σ’ όλο τον κόσμο. Ένας κλάδος πήγε στη Σύρο, και ήταν από τους οικιστές της Ερμουπόλεως γιατί η Ερμούπολη δημιουργήθηκε μετά την καταστροφή της Χίου κατά 80% από Χιώτες. Η μητέρα μου γεννήθηκε στη Σύρο αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα, παντρεύτηκε στην Αθήνα και εγώ θεωρώ τον εαυτό μου Αθηναίο δεν τον θεωρώ Συριανό.

- Ο Δήμου ήταν Αθηναίος;

- Αθηναίος; Αν πάμε πέντε γενιές πίσω, κανείς δεν ήταν Αθηναίος. Ας πούμε ότι ο πατέρας μου καταγόμενος από την Ήπειρο μεγάλωσε στην Αθήνα. Εγώ πάντως θεωρώ Αθηναίο όποιον έχει γεννηθεί εδώ γιατί αλλιώς, αν πάμε πολλές γενιές πίσω, μόνο η οικογένεια Γέροντα και η οικογένεια Μπενιζέλου μπορούν να θεωρηθούν Αθηναίοι. Θεωρώ τον εαυτό μου Αθηναίο, το Συριανό στοιχείο είναι κληρονομημένο. Η μητέρα μου μιλούσε πάρα πολύ για την Σύρο, για την παιδική της ηλικία, για τον παππού της, για τον πατέρα της, για τους συγγενείς της, αυτό το στοιχείο με έκανε να νιώθω σαν να μεγάλωσα κι εγώ στη Σύρο, να ταυτίζομαι δηλαδή με τις αναμνήσεις της μητέρας μου. Αντιθέτως ο πατέρας μου δεν μου έχει μιλήσει ποτέ για την παιδική του ηλικία, για τις προσωπικές του αναμνήσεις ήτανε πολύ κλειστός άνθρωπος, κι έτσι δεν κράτησα κάτι από την μεριά του πατέρα μου. Αυτό λοιπόν που έγινε ήταν ότι ξαναγύρισα στην Σύρο, σαν επισκέπτης και βρήκα τα σπίτια, τα αρχοντικά τα παλιά, τον πύργο του παππού μου, κάπου δημιουργήθηκε εκείνη η αίσθηση συνέχειας. Έτσι λοιπόν θεωρώ τον εαυτό μου Συριανό περισσότερο εξ επιλογής παρά από την φυσική μου καταγωγή.

- Την πατρίδα του Ροΐδη, επίσης.

- Μα μην ξεχνάμε ότι με τον Ροίδη είμαι και μακροσυγγενής διότι η μητέρα του ήταν Ροδοκανάκη και η μητέρα μου ήταν Καλβοκορέσση. Στην οικογένεια Καλβοκορέσση υπήρχαν δύο εισβολές Ροδοκανάκηδων και η μια εξ αυτών, ήταν η ξαδέρφη της μητέρας του Ροΐδη. Θεωρώ αυτήν την ιστορία απλώς ανέκδοτο αλλά κάπου, ίσως, κάποιο γονίδιο μπορεί να μεταφέρθηκε μέσα απ’ όλες αυτές τις γενεές. Θεωρώ τον Ροΐδη πνευματικό μου πρόγονο.

- Και ποιους άλλους θεωρείτε σπουδαίους στα ελληνικά γράμματα ή και στα διεθνή αν θέλετε; Με ποιους βρίσκετε συγγένεια; Βλέπω την φωτογραφία του Καβάφη πίσω από το γραφείο σας.

- Με τον Καβάφη έχω μια πολύ στενή σχέση, υπάρχει και ένα κείμενό μου που λέγεται «Όταν ήρθε ο Καβάφης» στο βιβλίο μου «Παρ’ όλα αυτά» όπου αφηγούμαι την σχέση μου μ’ αυτήν την φωτογραφία και πώς αισθάνθηκα όταν είχα τον Καβάφη να με κοιτάει πίσω από την πλάτη μου τι έγραφα.

Είναι πάρα πολλοί οι άνθρωποι με τους οποίους διατηρώ εκλεκτικές συγγένειες, όπως βλέπετε και από την παρουσία των βιβλίων. Και δεν είναι μόνο αυτά, είναι και εκείνα που είδατε στο μέσα δωμάτιο, είναι και άλλα που είναι απάνω και είναι μερικές χιλιάδες βιβλία στο διαμέρισμα που έμενε η μητέρα μου το οποίο έχω κάνει παράρτημα της βιβλιοθήκης μου. Συνολικά πρέπει να έχω γύρω στους 30.000 τόμους. 

Περιέργως, οι συγγραφείς που αγαπάω περισσότερο στα Ελληνικά είναι συγγραφείς της καθαρεύουσας. Γιατί; Διότι τελικά, απ’ ό,τι τουλάχιστον βλέπω εγώ, το καλύτερο ύφος, στα Ελληνικά, έχει γραφτεί στην καθαρεύουσα. Και μιλάω για τρία θηρία ύφους στην πεζογραφία που είναι ο Ροίδης, ο Παπαδιαμάντης, και ο Βιζυηνός. Τρία τέρατα ύφους τα οποία δεν έχουν κανένα ανάλογο στην μετέπειτα ιστορία της λογοτεχνίας μας. Και είναι φοβερό να σκεφτείς ότι αυτή η υβρισθείσα γλώσσα, που την είπανε και τι δεν την είπανε, ψυχρή, τεχνητή, κατασκευασμένη, ψεύτικη, έδωσε βιβλία που πετάνε, μια κομψότητα, μια ποίηση, μια δύναμη τεράστια. Ενώ τα βιβλία των αντιπάλων της καθαρεύουσας, πάρτε εκείνον τον Ψυχάρη, ας πούμε, δεν διαβάζονται με τίποτα. Να σε πληρώνουνε δεν μπορείς να τα διαβάσεις. Και επειδή, όπως είπαμε και πριν, εμένα το ψώνιο μου είναι το ύφος, λατρεύω αυτούς τους συγγραφείς, επειδή έχουν ύφος. Αλλά και στην ποίηση ο Καβάφης και ο Κάλβος κάνανε καθαρευουσιάνικο ύφος.

- Και σπουδαία ποίηση.

- Ίσως είναι οι δυο μεγαλύτεροι ποιητές μας. Είναι τραγικό να σκεφτείς ότι οι πέντε μεγαλύτεροι τεχνίτες του Ελληνικού λόγου είναι καθαρευουσιάνοι.

- Θα έλεγα διαφημιστές της Ελληνικής γλώσσας. Και τίμησαν την Ελληνική γλώσσα, ενώ γνώριζαν και άλλες γλώσσες, έγραψαν στα Ελληνικά. Ο Καβάφης μίλαγε Αγγλικά, Γαλλικά, και ολίγα Ιταλικά.

- Μα πρέπει να πω το θέμα της γλώσσας είναι ένα άλλο θέμα πολύ ενδιαφέρον διότι και ‘γω είμαι ένας άνθρωπος τετράγλωσσος.

- Ποιες γλώσσες;

- Ελληνικά, Γαλλικά, Αγγλικά και Γερμανικά. Στην Γερμανία φιλοσοφία ήταν οι σπουδές μου, επειδή όμως κάνοντας ντοκτορά φιλοσοφίας πρέπει να πάρεις ένα κύριο θέμα, που είναι φιλοσοφία και δυο άλλα θέματα που να είναι δευτερεύοντα, διάλεξα Αγγλική φιλολογία επειδή με βόλευε. Ήξερα καλά Αγγλικά και επειδή επίσης υπήρχε ένας καταπληκτικός καθηγητής Αγγλικής φιλολογίας, ο Clemen, τον οποίον ήθελα να ακούσω. Οι τέσσερις γλώσσες μου είναι κατά κάποιο τρόπο θα έλεγα ισάξιες. Δηλαδή, έχω γράψει και στις τέσσερις, αλλά δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Έχω πρόβλημα - και αυτός είναι ένας από τους λόγους που είμαι ο λιγότερο μεταφρασμένος Έλληνας, συγγραφέας σε αυτές τις γλώσσες. Με έχουν μεταφράσει στα Ιταλικά, στα Βουλγάρικα, στα Τούρκικα, στα Ισπανικά, στα Κορεάτικα, σε γλώσσες δηλαδή που δεν ξέρω και δεν μπορώ να ελέγξω το αποτέλεσμα της μετάφρασης. Αλλά στις γλώσσες που ξέρω δεν μπορώ να δω τον εαυτό μου μεταφρασμένο. Θα ‘πρεπε τα βιβλία μου ουσιαστικά να τα ξαναγράψω από την αρχή στην καινούργια γλώσσα μέσα στο πνεύμα και στο ρυθμό και στις αποχρώσεις και στις παύσεις της άλλης γλώσσας. Αυτό δεν μπορώ να το κάνω διότι μου είναι αδύνατο να ξαναγράψω βιβλία που έχω γράψει. Αλλά οποιαδήποτε μετάφραση μου φαίνεται παγίδευση. Μου, φαίνεται ότι δεν είμαι εγώ. Γιατί; Γιατί το ύφος δεν μεταφράζεται. Εκεί είναι το πρόβλημα.

- Πώς αισθάνεστε που σας παίρνω μια συνέντευξη εσείς που έχετε πάρει συνεντεύξεις τουλάχιστον και για την τηλεόραση ή κάνω λάθος.

- Την συνέντευξη την βλέπω σαν έναν διάλογο και είναι τόσο καλύτερη η συνέντευξη όσο πιο διάλογος γίνεται. Η συνέντευξη όπου κάποιος πετάει μια ερώτηση και μετά αφήνει τον άλλο να μιλάει μόνος του συνήθως γίνεται βαρετή. Λοιπόν οι συνεντεύξεις με ενδιαφέρουνε διότι είναι διαλογικές καταστάσεις.

- Μαιευτική, με βάση το πρόσωπο που σας παίρνει την συνέντευξη ή παίρνετε εσείς από κάποιους, οδηγείτε εκεί που θέλετε εσείς να μάθετε.

- Και όχι μόνον αυτό αλλά θεωρώ ότι η συνέντευξη είναι επιτυχής όταν εκμαιεύσει καινούργια πράγματα. Δηλαδή όταν διαβάσω μια συνέντευξή μου και πω, α μάλιστα αυτά είναι πράγματα που δεν τα είχα σκεφτεί προηγουμένως, αλλά τα βρήκα μέσα στην συνέντευξη.

- Σας πειράζει που δεν έχετε ένα παιδί;

- Υπάρχουν στιγμές που θα ήθελα να είχα ένα παιδί αλλά τελικά δεν είμαι σίγουρος ότι αν μου έδινε κανείς την δυνατότητα θα το έκανα. Δηλαδή, βρέθηκα αρκετές φορές μπροστά στο δίλημμα και κάθε φορά είπα όχι. Και ενώ μερικές στιγμές μετανιώνω, μάλλον την ίδια απόφαση θα ξανάπαιρνα.

- Εσείς πήρατε την απόφαση ή οι γυναίκες με τις οποίες υπήρξατε.

- Όχι, εγώ την πήρα. Όμως στις γυναίκες της ζωής μου είχα ξεκαθαρίσει αυτό το θέμα από την αρχή και μου είπαν ότι δεν μας ενδιαφέρει και εμάς.

- Μιλάτε για τους γονείς σας σε ιστορικό ενεστώτα. Ζουν οι γονείς σας;

- Όχι.

- Ποιος έφυγε πρώτος;

- Ο πατέρας μου ο οποίος ήταν και πολύ μεγαλύτερος. Ο πατέρας μου πέθανε το 1966 σε ηλικία 69 ετών. Δηλαδή με έφερε στον κόσμο κοντά στα σαράντα του, και γι’ αυτό υπήρχε μεταξύ μας μεγάλη διαφορά ηλικίας που δεν μας επέτρεψε να έχουμε πολύ καλή επαφή. Ήταν ένας άνθρωπος φοβερά ευφυής. Ό,τι ευφυΐα έχω την πήρα από τον πατέρα μου.

- Το DNA του πατέρα σας.

- Ναι. Από την μάνα μου έχω την ευαισθησία, διότι η μάνα μου ήταν φοβερά ευαίσθητος και καλλιεργημένος άνθρωπος. Ο πατέρας μου ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος, φοβερά παρορμητικός και δύσκολος με τον οποίο η επικοινωνία ήταν σχεδόν αδύνατη.

- Μιλάγατε στον πληθυντικό;

- Στον πατέρα μου στον πληθυντικό.

- Στη μητέρα σας;

- Όχι, στην μητέρα μου στον ενικό.

- Ταυτοχρόνως στο τραπέζι;

- Ταυτοχρόνως. Ήταν τελείως χαρακτηριστικό για την σχέση.

- Προτού φάτε κάνατε το σταυρό σας;

- Η μητέρα μου ήτανε θρήσκα με έναν δικό της τρόπο, έκανε θρησκεία δικής της κατασκευής, η οποία ήτανε περισσότερο αισθητική και λιγότερο θρησκευτική. Ο πατέρας μου δεν ήταν θρήσκος, και εγώ πρέπει να πω ότι από πάρα πολύ μικρός είχα φοβερές αμφιβολίες για όλα τα πράγματα τα οποία κυκλοφορούσαν γύρω μου, είτε σαν θρησκευτικά δόγματα, είτε σαν πολιτικά δόγματα. Έμεινα αυτό που είμαι ακόμα, ένας άνθρωπος που ρωτάει, αναρωτιέται, αμφισβητεί, ψάχνει. Δηλαδή με την δική μου ορολογία - ένας αριστερός. Γιατί εγώ λέω: αριστερός είναι αυτός που αμφισβητεί.

- Δουλέψατε στις μεγαλύτερες εφημερίδες των Αθηνών. Η εμπειρία σας από αυτές; Γράφατε ό,τι θέλατε μέχρι που σας είπαν κάποια μέρα στην «Καθημερινή» κάτι.

- Όχι.

- Πώς έγινε;

- Από όλα τα έντυπα που έγραφα και εφημερίδες και περιοδικά με μόνη εξαίρεση τα καθαρά τεχνικά περιοδικά, δηλαδή τώρα γράφω στο RAM και παλιότερα στους «4 τροχούς» είναι τα μόνα δυο έντυπα τα οποία δεν μου άσκησαν λογοκρισία. Σε όλα τα άλλα κάποια στιγμή, η αρχική πρόσκληση που ήταν, θα γράφετε ό,τι θέλετε και όπως θέλετε, μετεβλήθη σε λογοκρισία διότι ενοχλήθηκε ο Α΄ ο Β΄ή ο Γ΄.

- Αναγνώστης ή διευθυντής;

- Όχι, ενοχλήθηκαν είτε κόμματα, είτε θεσμοί. Ας πούμε από τα «Επίκαιρα», με έβγαλε η Εκκλησία.

- Όταν γράψατε;

- Όταν έγραψα ένα άρθρο που προέτρεπα την κυβέρνηση να μην πέσει στην παγίδα του «ισόκυρου» πολιτικού και θρησκευτικού γάμου διότι αυτό θα καταργούσε τον πολιτικό γάμο. Πράγμα το οποίο και εγένετο. Το αρχικό σχέδιο της νομοθεσίας είναι ότι ο πολιτικός γάμος θα ήταν υποχρεωτικός και από ‘κει και πέρα ο καθένας θα μπορούσε να κάνει ό,τι γάμο θέλει, θρησκευτικό, χριστιανικό, βουδιστικό, οτιδήποτε. Η εκκλησία αντέδρασε φοβερά, τα θυμόσαστε αυτά, και τελικά υποχρέωσε στην πολιτεία να κάνει κάτι που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο, γιατί παντού ο πολιτικός γάμος είναι υποχρεωτικός. Έγιναν ισόκυροι οι δυο γάμοι. Βέβαια έτσι με την πίεση που εξάσκησε η εκκλησία με το γεγονός ότι δεν θάβει, δεν βαπτίζει, όσους κάνουν πολιτικό, ο πολιτικός γάμος πέθανε. Τότε το άρθρο δημιούργησε πάρα πολύ μεγάλη αντίδραση στην εκκλησία και το επόμενο που ήτανε επί του ίδιου θέματος, αυτό δεν δημοσιεύτηκε.

- Τα «Επίκαιρα» τότε πόσα αντίτυπα πουλούσαν;

- Πουλούσαν γύρω στις 43.000 αντίτυπα. Όταν έφυγα εγώ είχα την μεγάλη ικανοποίηση ότι το επόμενο τεύχος, μετά την ανακοίνωση της αποχώρησής μου, πούλησε 20.000 αντίτυπα, και ουδέποτε ξεπέρασαν αυτό το νούμερο. Έξι μήνες μετά κλείσανε. Αλλά και στο «Βήμα» δυο φορές αναγκάστηκα να φύγω λόγω λογοκρισίας. Η μια προσωρινώς.

- Ξέρετε ποιος ήταν υπεύθυνος της λογοκρισίας αυτής;

- Βέβαια. Στο «Βήμα» ήταν το ΠΑΣΟΚ στην μια περίπτωση και ο Κουτσόγιωργας στην άλλη. Και στην «Καθημερινή», έφυγα πάλι, λόγω πιέσεως της Εκκλησίας, διότι έγραψα ένα κείμενο το οποίο χαρακτήριζε τις επιλογές των Ελλήνων να προτιμούνε τον στρατό και την εκκλησία ως θεσμούς και να τους προτιμούνε περισσότερο από την παιδεία την πολιτική, την δημοσιογραφία, την τέχνη, την οικονομία ή οτιδήποτε άλλο, ως επιλογές θανάτου μια και τόσο ο στρατός όσο και η εκκλησία είναι θεσμοί προσανατολισμένοι προς τον θάνατο. Αυτό ενόχλησε πάρα πολύ την Εκκλησία και απελύθην πάλι. Έχω δέκα παραιτήσεις στο ενεργητικό μου. Είμαι πρωταθλητής παραιτήσεων Ελλάδος.

- Δεν πήρατε και την αποζημίωση. Όταν κανείς παραιτείται βάση του εργατικού δικαίου δεν παίρνει αποζημίωση. Ή σας την δίνανε;

- Όχι δεν έπαιρνα καμιά αποζημίωση και ούτε εδικαιούμην ως ελεύθερος συνεργάτης. Δεν εισέπραττα ούτε καν το έπαινο των σοφιστών, δηλαδή των συνεργατών, οι οποίοι ενοχλούνταν από αυτήν την ταχτική των παραιτήσεων, και όπως μου είπε ένας δημοσιογράφος, «Δήμου, εσύ επειδή έχεις λεφτά και έχεις την άνεση να παραιτηθείς μας κάνεις εμάς τον έξυπνο; Και εμάς μας κάνουν λογοκρισία εκατό φορές αλλά δεν μπορούμε να πούμε τίποτα και το καταπίνουμε». Αυτό που πρέπει να σας πω εγώ ότι κατέληξα είναι ότι η θρυλούμενη ελευθερία του Τύπου και ελευθεροτυπία δεν υπάρχει. Και εδώ πρέπει να κάνω μια παρένθεση, ότι το μόνο έντυπο από το οποίο απεχώρησα οικειοθελώς και δεν μου κάνανε λογοκρισία είναι η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» όπου σταμάτησα να γράφω για τον απλούστατο λόγο ότι η δουλειά που έκανα, αυτή η στήλη, που είχε όλης της εβδομάδος τα πράγματα, μου έτρωγε πάρα πολύ χρόνο και με είχε τελείως απομακρύνει από την άλλη μου δουλειά, δηλαδή τα βιβλία. Και πραγματικά από τότε που σταμάτησα κατάφερα να ετοιμάσω και να τελειώσω τέσσερα βιβλία.

- Σας τρομάζει ο θάνατος;

- Ναι πάρα πολύ. Δεν με τρομάζει ειδικά ο θάνατος, με τρομάζουν δυο πράγματα. Καταρχήν με κάνει και γίνομαι έξαλλος (είναι ένας βασικός λόγος που δεν τα πάω καλά με τον Θεό) το γεγονός ότι αυτή η πάρα πολύ ενδιαφέρουσα κατάσταση που λέγεται ζωή κάποια στιγμή θα τελειώσει. Ε, αυτό με κάνει έξαλλο διότι εγώ έχω τόσα πράγματα που θέλω να κάνω, τόσα βιβλία που θέλω να γράψω, και τόσα πράγματα που θέλω να δοκιμάσω. Αισθάνομαι ότι δεν άρχισα ακόμα. Δηλαδή είμαι 62 χρονών και αισθάνομαι πραγματικά ότι τώρα ξεκινάω τώρα αρχίζω και καταλαβαίνω τι μου γίνεται. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι η διαδικασία του θνήσκειν, είναι κάτι που το φοβάμαι πάρα πολύ.

- Το μελετήσατε σε δικά σας αγαπημένα πρόσωπα;

- Και σε αγαπημένα δικά μου πρόσωπα και στον ίδιο τον εαυτό μου, γιατί πριν από τρία χρόνια είχα μια ιστορία με καρκίνο πολύ σοβαρή την οποία μέχρι στιγμής έχω καταφέρει και ξεπέρασα, ωστόσο εκεί αντιμετώπισα ουσιαστικά το ενδεχόμενο ενός επερχόμενου θανάτου και επίσης μια πάρα πολύ βαριά εγχείρηση. Θυμάμαι ότι στην εντατική όταν προσπαθούσα να ξαναγυρίσω στον κόσμο είχα, έτσι, μια φοβερή αίσθηση, στο μεταίχμιο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, όπου προσπαθούσα να πιαστώ από την ύπαρξη και συνεχώς γλιστρούσα στην ανυπαρξία. Το θυμάμαι σαν τον χειρότερο εφιάλτη.

- Οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές ονομάζουν τον θάνατο αδελφό του ύπνου.

- Και την Μαύρη Θάλασσα την λένε Εύξεινο Πόντο.

- Για να αποφύγουν το μαύρο.

- Ε, βέβαια. Και έναν Πόντο που ήταν άκρως αφιλόξενος τον ονομάζανε Εύξεινο. Είναι μια διαδικασία εξωραϊσμού. Ίσα - ίσα που οι Αρχαίοι δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά με τον θάνατο, και πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει επειδή οι Έλληνες είναι πάρα πολύ κοντά στη ζωή. Έχουνε μια άμεση σχέση με την ζωή, δεν χρειάζονται ιδέες, πεποιθήσεις, διαμεσολαβήσεις για να μπορέσουν να ζήσουν. Θυμάμαι τους συμφοιτητές μου στην Γερμανία που όταν εγώ τους διέλυα τις διάφορες αυταπάτες ως σκεπτικιστής φιλόσοφος, μου έλεγαν: «πώς μπορείς να ζεις χωρίς να πιστεύεις σε τίποτα;» Τους απαντούσα: δεν χρειάζεται να πιστεύω σε κάτι για να ζω. Ζω, απλώς. Η ζωή είναι ένα γεγονός που είναι μεγαλύτερο από οποιαδήποτε ιδέα, από οποιαδήποτε πεποίθηση, οποιαδήποτε σχέση.

- Είστε πλούσιος;

- Είμαι αυτάρκης. Κάποτε που συζητούσα με τον κ. Κοσκωτά ο οποίος προσπαθούσε να με πείσει να αναλάβω ένα καινούργιο περιοδικό, και ο οποίος πέταγε δισεκατομμύρια γύρω μου, του είπα: «Μην μου τα λέτε εμένα αυτά γιατί εγώ είμαι πιο πλούσιος από εσάς». Και ο Κοσκωτάς αναπήδησε. Ήταν η πρώτη φορά που είδα στα μάτια του μια πραγματική αντίδραση. Με ρώτησε: «Πώς ξέρετε πόσα λεφτά έχω εγώ;» Λέω: «Θα σας εξηγήσω την διαφορά. Εγώ μπορεί να έχω εκατό εκατομμύρια, αλλά μου χρειάζονται πενήντα, άρα μου περισσεύουν. Εσείς μπορεί να έχετε εκατό δισεκατομμύρια αλλά σας χρειάζονταν άπειρα, άρα σας λείπουν λεφτά. Ποιος είναι πιο πλούσιος αυτός που του περισσεύουν ή αυτός που του λείπουν;»

- Είσαστε ευεργέτης ποτέ;

- Για μένα μέσα στη έννοια του ευεργέτη υπεισέρχεται απόλυτα η έννοια της ανωνυμίας, δηλαδή πιστεύω ότι αυτός που ευεργετεί και το λέει, δεν είναι ευεργέτης, είναι επιδειξίας. Δεν απαντάω σ’ αυτήν την ερώτηση.

- Ευχαριστώ. Αύριο έχουμε πανσέληνο. Σας επηρεάζει;

- Όχι.

- Θα μπορούσατε να ξανακάνετε τηλεόραση;

- Ναι αν υπήρχανε οι προϋποθέσεις. Πιστεύω ότι η τηλεόραση είναι ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον μέσο.

- Τι εκπομπή θα κάνατε; Συνεντεύξεις;

- Ναι, κάποια εκπομπή διαλόγου φαντάζομαι, πάλι θα έκανα.

- Ποιους θα καλούσατε;

- Θα καλούσα ανθρώπους που έχουν κάτι να πούνε.

- Τον κύριο Σημίτη;

- Θα ήθελα να τον καλέσω. Θα είχα πολλά πράγματα να τον ρωτήσω. Είναι μάστορας στην αποφυγή των απαντήσεων.

- Ως καθηγητής;

- Γενικά σαν άνθρωπος...

- Θέλει να προστατεύεται.

- Ναι προστατεύεται πάρα πολύ. Τον έχω γνωρίσει και πριν από την δόξα του και είναι ένας άνθρωπος που πιστεύω κρατάει πάρα πολλά πράγματα μέσα του.

- Τον Γιώργο Βέλτσο θα τον καλούσατε;

- Τον είχα καλέσει. Είχαμε κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, μάλιστα ο Βέλτσος εξεπλάγη από το γεγονός ότι μπορούσα να μεταφράζω την Βέλτσιον γλώσσα σε ελληνικά κατανοητά από τον τηλεθεατή..

- Έχετε δει την ταινία «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού;

- Ναι.

- Η εντύπωσή σας;

- Πολύ ωραία.

- Γνωρίσατε τον Δαμιανό;

- Ναι, βέβαια. Τον Δαμιανό τον γνώρισα πολύ παλιά και στο τελευταίο βιβλίο μου υπάρχει ο Δαμιανός όταν είχε έρθει στο Μόναχο.

- Έχετε επισκεφθεί ελληνικές πόλεις, επαρχιακές, έχετε παρουσιάσει βιβλία σας;

- Πολλές, και πρέπει να σας πω ότι οι πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις για το έργο μου για βιβλία μου έχουνε γίνει είτε σε ελληνικές επαρχιακές πόλεις, π.χ. στις Σέρρες, στην Πάτρα, στο Κιλκίς, στα Γιάννενα, ή σε ξένες πόλεις. Πριν λίγες ημέρες ήμουνα στην Βουλγαρία όπου ανακάλυψαν ότι το βιβλίο μου «Η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» έχει μια διάσταση Βαλκανική. Είδαν μέσα την δυστυχία του να είσαι Βαλκάνιος. Έγινε μια συζήτηση στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας με πάρα πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων που ήταν εκπληκτική. Εδώ στην Ελλάδα ποτέ δεν έχει ασχοληθεί κανείς με αυτό το βιβλίο

- Γνωρίσατε την Ελένη Βλάχου όταν δουλέψατε στην «Καθημερινή» ή πριν;

- Όχι. Την Βλάχου την γνώρισα το 1961 που έψαχνα για δουλειά, σας είπα έκανα διάφορα για βιοπορισμό, και μου ανέθεσε να μεταφράσω δυο - τρία βιβλία των εκδόσεων «Γαλαξίας».

- Και τα ονόματα;

- Ήταν μια ιστορική μελέτη του Μόρις Άσλεϋ η εποχή του Λουδοβίκου του 14ου και ήταν και μια άλλη μετάφραση του Κάφκα, όπου έγινε και το εξής αστείο, όταν έφτασα στα μισά της μετάφρασης μου είπε, σταμάτα δεν θα την κάνεις εσύ, και μετά ανακάλυψα ότι την έκανε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς ο οποίος δεν ήξερε Γερμανικά. Έτσι γνώρισα την Ελένη Βλάχου και μετά είχαμε κατά καιρούς επαφές και πολλές αψιμαχίες, γιατί ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο συνήθως τσακωνόμουν.

- Έχετε πάει στο Μέγαρο Μουσικής; Πηγαίνετε, παρακολουθείτε;

- Πήγαινα τον πρώτο καιρό πάρα πολύ, αλλά από κάποια στιγμή και πέρα μου γύρισε κάπως ανάποδα αυτός ο συνδυασμός της κοσμικότητας με την τέχνη και έχω πολύ καιρό να ξαναπάω. Αλλά δεν αποκλείεται να ξαναπάω αν υπάρχει κάτι που με ενδιαφέρει. Πρέπει να σας πω όμως ότι έχω μια δισκοθήκη από πολλές χιλιάδες δίσκους και παλιούς και καινούργιους.

- Μιλάτε CD ή για δίσκους;

- Μιλάω για 4.000 περίπου αναλογικούς δίσκους και περίπου άλλες τόσες χιλιάδες CD. Επίσης έχω μια πάρα πολύ μεγάλη ταινιοθήκη γιατί αυτό που βλέπετε μπροστά σας είναι ένα σύστημα οικιακού κινηματογράφου. Θα μπορούσε να το ονομάσει κανείς και οικιακή αίθουσα συναυλιών ή όπερας με ήχο ντόλμπι σε έξι κανάλια. Αν εδώ δείτε μια συναυλία της Φιλαρμονικής του Βερολίνου σε βίντεο με πολυκαναλικό ήχο ή μιας όπερας του Μότσαρτ, είναι μια εμπειρία συγκλονιστική. Θα έλεγα λοιπόν ότι έχω καταφέρει, μέχρι ενός σημείου να έχω και την τέχνη στο σπίτι μου. Θα μπορούσα να ζήσω πολλά χρόνια μέσα σ’ αυτό το χώρο χωρίς να μου λείψει τίποτα.

- Υπάρχει πάντα αυτή η ησυχία στον χώρο σας; Την διαλέξατε εσείς; Σας τρομάζει η ησυχία;

- Όχι. Και μάλιστα θα έλεγα: να αυτή τη στιγμή ακούγεται το ασανσέρ και με ενοχλεί. Όχι είμαι υπέρ της απόλυτης ησυχίας. Πριν να ζήσω εδώ, ζούσα σε ένα σπίτι στη Εκάλη το οποίο το νοίκιαζα, δεν ήταν δικό μου, και το οποίο ήταν σε μια περιοχή, όπου τότε δεν υπήρχε τίποτα γύρω σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου. Ο δρόμος είχε μόνο ένα σπίτι Αν πέρναγε αυτοκίνητο στο δρόμο ήταν άνθρωπος για μένα. Όταν ήρθα εδώ μετά από την Εκάλη, μου φάνηκε ότι κατασκήνωσα στην πλατεία Ομονοίας.

- Ψηφίζετε στην Αθήνα, Α’ Αθηνών; - Ναι.

- Τον Καραμανλή τον γνωρίσατε; - Βέβαια τον γνώρισα, και ένα διάστημα ήμουν και μέλος της λεγόμενης παρέας του Καραμανλή. Δηλαδή με τον Τάκη τον Χόρν, τον Λαμπρία, τον Κάρολο Κουν, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μινωτή ... Μας καλούσε τις Κυριακές ποτέ στον Ψαρόπουλο, πότε στο γκολφ, πότε στον Λεωνίδα στην Βαρυμπόμπη, και τρώγαμε και μιλούσαμε. Δηλαδή μιλούσαμε εμείς και άκουγε αυτός.

- Η εντύπωση του Καραμανλή για σας ως συγγραφέα;

- Ο Καραμανλής είχε ενθουσιαστεί με την «Δυστυχία» όταν γύρισε στην Ελλάδα. Ξέρετε, η «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» γράφτηκε μέσα στην Χούντα και βγήκε τον αμέσως επόμενο χρόνο. Ο Καραμανλής είχε αγαπήσει πάρα πολύ αυτό το βιβλίο και απ’ ότι μου έλεγε ο Τάκης Λαμπρίας αγόραζε τα βιβλία δέκα - δέκα, και τα χάριζε σε φίλους του. Και έχω δει και βιβλία με την αφιέρωση του. Ο Καραμανλής είναι ένας άνθρωπος που δεν θα έλεγα ότι κάνει καλή παρέα, καθόλου μάλιστα, διότι είναι ολιγομίλητος και όταν μιλάει λέει συνήθως ορισμένα τελείως τυποποιημένα πράγματα, αλλά σαν παρουσία, ακόμα και όταν δεν μιλάει, είναι επιβλητικός.

- Αγαπάτε τα ζώα, τις γάτες. Τους σκύλους;

- Όλα τα ζώα.

- Βλέπω στο κομπιούτερ σας μονίμως την εικόνα της γάτας σας. Το όνομα της;

- Αυτή είναι η μία γάτα μου. Αυτή τη στιγμή έχω τρεις οικόσιτες.

- Δεν βγαίνουν έξω. Βγαίνουνε;

- Βγαίνουνε.

- Δεν χάνονται;

- Όχι. Οι γάτες δεν χάνονται. Οι σκύλοι καμιά φορά χάνονται. Ταΐζω και μερικές περαστικές εδώ της γειτονιάς, οι οποίες δεν ανήκουν σε κανέναν. Κοιτάτε οι σχέσεις μου με τα ζώα είναι μια σχέση πάρα πολύ βαθιά, την έχω από παιδί.

 - Έχετε κάνει και βιβλίο.

- Βεβαίως, και το θεωρώ ότι είναι το καλύτερο βιβλίο μου.

- Και στο Λονδίνο παίζονται οι Γάτες.

- Αυτό είναι άλλο. Δεν έχουν καμιά σχέση με τις δικές μου γάτες. Οι δικές μου γάτες είναι το αντίθετο του Έλιοτ. Του Έλιοτ οι γάτες είναι έξυπνες, διαβολικά έξυπνες και διαβολικά έξυπνα ποιήματα ας το πούμε από την πλευρά της δεξιοτεχνίας. Αντιθέτως οι γάτες οι δικές μου είναι ταπεινές, ανθρώπινες, πολύ ανθρώπινες.

- Σας ταιριάζουν γιατί σας ξεκουράζουν; Έχουν το τελειότερο νευρικό σύστημα ξέρετε.

- Τα ζώα για μένα είναι ένας δίαυλος επικοινωνίας με την φύση. Το ζώο εξακολουθεί να είναι αυθεντικό. Εμείς οι άνθρωποι έχουμε χάσει (αυτό ήταν και το Μήλον της Γνώσεως που φάγαμε) έχουμε φύγει από την αυθεντικότητα. Λοιπόν αυτή η αυθεντικότητα του ζώου και αυτός ο τρόπος του να Είσαι - το Είναι του ζώου το ατόφιο μου δίνει την αίσθηση φύσης. όπως το να κοιμηθώ μέσα στα φυλλώματα ενός δέντρου. Ακόμα το ζώο είναι η απόλυτη σταθερότητα. Οι άνθρωποι μπορεί να σε προδώσουν μπορεί να αλλάξουν, το ζώο είναι εκεί. Λοιπόν αυτά τα δυο πράγματα η σταθερότητα του ζώου και αυτή η παρουσία του αυτή, η φυσική του παρουσία είναι δυο πράγματα τα οποία θεωρώ βασικά στη ζωή μου. Θα μπορούσα να ζήσω χωρίς ανθρώπους αλλά δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς ζώα.

- Κάτι που θέλετε να πείτε από το μικρόφωνο σ’ αυτή τη συνομιλία μας χωρίς να σας ρωτώ;

- Δεν νομίζω. Με έχετε ρωτήσει τόσα πολλά πράγματα που μάλλον έχω αδειάσει από περιεχόμενο. Ίσως θα ήθελα να πω λιγάκι για την σχέση μου με την τεχνολογία.

- Εκπροσωπείτε την Microsoft στην Ελλάδα;

- Όχι, προς Θεού - αλλά συνεργάζομαι μαζί της.

- Επί μισθώ;

- Μάλλον ως άμισθος δοκιμαστής.

- Παρακολουθείτε όλα αυτά που γράφονται για τον Μπιλ Γκέιτς;

- Αρκετά αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει ο Μπιλ Γκέιτς, είναι περίπτωση περισσότερο κουτσομπολιού αυτά που γράφονται. Με ενδιαφέρει η ουσία του πράγματος. Αυτό που με ενδιαφέρει στην τεχνολογία είναι η προεκτατική της δυνατότητα.

- Να ξεπεράσει το Θεό.

- Όχι, να ξεπεράσει τα όρια του ανθρώπου.

- Τα πέρα από τα όρια του ανθρώπου είναι να αγγίξει κανείς το Θεό;

- Μα για να αγγίξει κανείς το Θεό πρέπει να υπάρξει Θεός. Αυτό δεν το ξέρω. Όμως για τον άνθρωπο υπάρχει μια θεωρία Δαρβινική ότι εκεί που τα ζώα έκαναν διάφορες μεταλλάξεις για να επιβιώσουν και έβγαζαν γρηγορότερα πόδια, καλύτερα μάτια κλπ. ο άνθρωπος αυτήν την διάσταση την ελέγχει πια με την τεχνολογία. Η τεχνολογία είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να μεταλλάσσεται για να αποκτάει γρηγορότερα πόδια, καλύτερα μάτια, γρηγορότερο μυαλό. Ένας άνθρωπος που είναι διασυνδεδεμένος τεχνολογικά, έχει προεκτάσεις, έχει την δυνατότητα να βάλει πολύ περισσότερη ζωή μέσα στη ζωή του. Αυτό λοιπόν είναι που με γοητεύει στην τεχνολογία: η δυνατότητά της να με κάνει να μετακινούμαι με έναν τρόπο που δεν θα μπορούσα ποτέ να μετακινηθώ με τα πόδια μου ή να κάνω συλλογισμούς και πράξεις που δεν θα μπορούσε ποτέ να τις φτάσει το μυαλό μου, ή να βλέπω πράγματα που δεν θα μπορούσα να δω. Αυτή η διάσταση είναι για μένα σημαντική. Φοβούμαι ότι οι περισσότεροι Έλληνες διανοούμενοι την χάνουν τελείως.

- Τι φαγητό έχουν ετοιμάσει για σας σήμερα. Το έχετε ορίσει εσείς;

- Υπάρχει η κυρία Μαρίκα.

- Μονίμως μένει στο σπίτι;

- Όχι φεύγει. Παλιά ήτανε μόνιμη. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζει στο δικό της σπίτι. Η κυρία Μαρίκα έχει αναλάβει την οργάνωση του σπιτιού και της τροφής εδώ και είκοσι οκτώ χρόνια.

- Τι έχει σήμερα, ψάρι με σαλάτα πράσινη;

- Όχι δεν νομίζω. Μάλλον έχει κοτόπουλο.

- Είστε καλοφαγάς, τρώτε τα πάντα;

- Όχι. Δυστυχώς περιορίζομαι πάρα πολύ, έχω μια τρομερή ευαισθησία στο στομάχι και έτσι περιορίζομαι. Όμως αυτά τα λίγα πράγματα που μπορώ να φάω θέλω να είναι καλά.

- Και αν θέλατε να φάτε κάποιον στην Αθήνα ποιος θα ήταν αυτός;

- Θα ήθελα να φάω όλη την Αθήνα. Δηλαδή θα ήθελα να την εξαφανίσω και αν ήταν δυνατόν να την ξαναφτιάξω.

- Και να πάτε στην Θεσσαλονίκη;

- Όχι, σε μια Αθήνα αλλιώτικη. Στην Αθήνα των παιδικών μου χρόνων.

- Σας ευχαριστώ πολύ.

1-7-97