Περί κλασικής μουσικής (2006)
(Συνέντευξη στον Νικόλα Μπογιατζή, classicalmusic.gr)
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Νίκος Δήμου δεν είναι μουσικός. Την κλασική του δισκοθήκη, όμως, και τις συναυλίες ή τις παραστάσεις που έχει παρακολουθήσει θα τις ζήλευε κάθε μουσικός ή μουσικολόγος! Τον συνάντησα ένα συννεφιασμένο πρωινό στο ζεστό και φιλόξενο σπίτι του, ανάμεσα σε χιλιάδες βιβλία, εκατοντάδες βινύλια και CD και κάθε λογής τεχνολογικά gadgets. Με μοναδική "μουσική υπόκρουση" έναν γάτο να γουργουρίζει στην αγκαλιά του, ξεκινήσαμε να συζητάμε.
Νικόλας Μπογιατζής: Κύριε Δήμου, στον περισσότερο κόσμο είστε γνωστός για το συγγραφικό και το δημοσιογραφικό σας έργο. Σήμερα, θα θέλαμε να γνωρίσουμε μια άλλη σας πλευρά. Θα θέλαμε να μάθουμε για τη σχέση σας με την κλασική μουσική. Τι ρόλο παίζει η κλασική μουσική στη ζωή σας;
Νίκος Δήμου: Πολύ σημαντικό ρόλο. Θα έλεγα ότι, επειδή δεν είμαι θρησκευόμενο άτομο, το πιο κοντινό πράγμα προς τη θρησκεία για μένα είναι η μουσική και ιδιαίτερα η κλασική. Η μουσική μου δίνει αυτά τα πράγματα που σε άλλους ανθρώπους δίνει η θρησκεία: παρηγοριά, έκσταση και την αρμονία μιας σχέσης με τα πράγματα, που βέβαια είναι ιδεατή. Όλες τις τέχνες τις αγαπάω αλλά θα συμφωνούσα με τον Schopenhauer, που είναι ένας από τους αγαπημένους μου φιλόσοφους, και ίσως είναι εκείνος που έχει μιλήσει καλύτερα για τη μουσική: η μουσική είναι η λύτρωση από το βάρος της ύπαρξης. Κι είναι μία τέχνη που ακριβώς επειδή δεν είναι συγκεκριμένη δε δεσμεύεται από μορφές ή από λέξεις, μας εισάγει σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο που πραγματικά μπορεί και να μας λυτρώσει. Στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου μόνο η μουσική με βοήθησε. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο, δεν ήθελα να δω κανέναν άνθρωπο. Όταν βγήκα από το πρώτο σοκ, ενός μεγάλου πένθους, διάλεξα έναν από τους μουσικούς που με παρηγορούν - για μένα ένας από τους καλύτερους παρηγορητές είναι ο Σούμπερτ, ιδιαίτερα η μουσική δωματίου αλλά και αρκετά από τα lieder του - και αυτός με βοήθησε να συνεχίσω να υπάρχω.
Ν. Μπ.: Μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποιο από τα έργα του που λειτούργησε για σας μ' έναν τέτοιο τρόπο, ως παρηγοριά;
Ν. Δ.: Το τρίο αρ. 100 του Σούμπερτ - αυτό το φοβερό τρίο. Ιδιαίτερα το δεύτερο μέρος του. Είναι μια μουσική που όποτε την ακούω με συγκλονίζει - αν και την έχω ακούσει πολλές φορές στη ζωή μου... Δεν ξέρω γιατί, έχω μία αίσθηση - μια και συζητάμε για τον Σούμπερτ - ότι ο Σούμπερτ υποτιμάται ως μουσικός. Πιστεύω ότι είναι πολύ μεγάλος μουσικός, άξιος να σταθεί δίπλα στα λεγόμενα μέγιστα ονόματα Μότσαρτ, Μπετόβεν, Μπαχ κ.τ.λ., και με τον τρόπο του, τον ιδιαίτερο τρόπο του είναι ο πιο ανθρώπινος - ο πιο άμεσος. Βέβαια, μερικές φορές, στα πρώτα του έργα, μπορεί να γίνεται λίγο μελοδραματικός, μπορεί να ξεπέφτει σε κάτι πιο εύκολο. Είναι φυσικό, τα έχει γράψει 18-20 χρονών - δεν έχει την πειθαρχία. Αλλά μετά, στα τελευταία του έργα, νομίζω ότι είναι υπέροχος. Και πραγματικά, όταν ακούω να αναφέρεται κάποιος σε μεγάλους μουσικούς και να μην αναφέρει το Σούμπερτ εξανίσταμαι. Όπως επίσης αγαπώ πάρα πολύ τον Μάλερ. Νομίζω ότι ο Μάλερ είναι ένας μοντέρνος Σούμπερτ, κατά κάποιο τρόπο.
Ν. Μπ.: Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι... Αλλά δεν έχετε άδικο!
Ν. Δ.: Γιατί έχει κι αυτός αυτή τη μεγάλη ένταση του συναισθήματος που έχει ο Σούμπερτ...
Ν. Μπ.: ...ενώ ταυτόχρονα είναι γήινος!
Ν. Δ.: Ναι, απόλυτα - απόλυτα! Ας πούμε, για να μιλάμε τώρα πολύ χοντρικά, ενώ λατρεύω το Μάλερ δεν αντέχω πολύ τον Μπρούκνερ. Αυτός ο ρομαντισμός του Μπρούκνερ, δεν είναι γήινος. Κάπου, σε κάποιο σημείο τον χάνω. Σε κάποιο σημείο, δηλαδή, μπορεί να μη με αφορά - με αυτή την έννοια, όχι ότι δεν είναι μεγάλη μουσική.
Τέλος πάντων, η μουσική για μένα στάθηκε από τα παιδικά μου χρόνια πολύ σημαντική. Θα σας χαρίσω και τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας μου, όπου υπάρχει ένα κεφάλαιο αφιερωμένο σε μία παράξενη θεία μου, τη θεία Μίκα, η οποία με μύησε στη μουσική όταν ήμουνα παιδάκι. Υπήρχε μία μουσική παράδοση στην οικογένεια της μητέρας μου. Η μητέρα μου κατάγεται από μία πολύ παλιά οικογένεια, που πριν από εξακόσια-τόσα χρόνια έφτασε στη Χίο από τη Γένοβα - ήτανε πέντε-έξι "ευγενείς" (δηλαδή... τυχοδιώκτες!) γενοβέζοι, οι οποίοι με κάτι ιδιωτικούς στρατούς κατέλαβαν τη Χίο και τη μοιράσανε σε τιμάρια - και η οικογένεια της μητέρας μου ήταν μια απ' αυτές. Κι αν πάτε και τώρα στη Χίο και ρωτήσετε για τα Καλβοκορεσέικα, θα σας δείξουνε μία τεράστια έκταση του νησιού. Λοιπόν, αυτή η οικογένεια ήτανε ήδη - πώς να το πω - καλλιεργημένη από αρχαιοτάτων χρόνων. 'Όλες οι γιαγιάδες και οι προγιαγιάδες παίζανε πιάνο, τραγουδάγανε. Μετά την καταστροφή της Χίου, το 1822, ένας κλάδος της οικογένειας μετανάστευσε στη Σύρο - ήταν απ' τους πρώτους οικιστές και δημιουργούς της Ερμούπολης. Ενδιαφέρον, μια και μιλάμε για μουσικά θέματα, είναι ότι ένας άλλος κλάδος της οικογένειας - γιατί η οικογένεια με την καταστροφή σκόρπισε σε όλη την υφήλιο - πήγε στην Αμερική κι έβγαζε συνέχεια ναυάρχους! Ένας άλλος κλάδος υπάρχει ακόμα στην Αγγλία - ο διασημότερος απόγονος του αγγλικού κλάδου είναι ο Sir Peter Calvocoressi, που ήτανε πρόεδρος των Penguin Books για πολλά χρόνια και ιστορικός (έχει γράψει την υποτιθέμενη σοβαρότερη ιστορία του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου - "Total War") και ο γιος του Richard είναι τεχνοκριτικός και ιστορικός της Τέχνης και διευθυντής της πινακοθήκης του Εδιμβούργου, στη Σκωτία. Ο γαλλικός κλάδος έδωσε τον Michel De Calvocoressi, ο οποίος ήτανε μουσικολόγος - ο θεωρητικός των ιμπρεσιονιστών. Εάν έχετε το δίσκο με τα γνωστά "Six chansons grecques" ("έξι ελληνικά τραγούδια") του Ραβέλ, θα δείτε ότι τα λόγια είναι του Calvocoressi. Αυτός έχει μεταφράσει τα "Chansons grecques". Και ο Καλβοκορέσης αυτός έχει γράψει πάρα πολλά μουσικολογικά βιβλία και βιογραφίες συνθετών (του Λιστ, του Μπερλιόζ, του Μπετόβεν κ.τ.λ.) οι οποίες κυκλοφορούν ακόμα σε ελληνικά βιβλιοπωλεία μεταφρασμένες.
Ν. Μπ.: Πλούσια σχέση, λοιπόν, της οικογένειάς σας ανά την υφήλιο με τη μουσική...!
Ν. Δ.: Ακριβώς. Και τώρα, για να πάμε στα δικά μου, η μητέρα μου έπαιζε πιάνο, η αδερφή της ήτανε σοπράνο - είχε κάνει και σπουδές μουσικής - και η ξαδέρφη τους, η Μίκα η Ζερβουδάκη, έπαιζε πολύ καλό πιάνο! Έχω και ένα πρόγραμμα από το Θέατρο "Απόλλων" της Ερμούπολης, (όπως ξέρετε είναι μια μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου και ανέβαιναν εκεί όλες οι ιταλικές όπερες ένα-δυο μήνες μετά από την πρεμιέρα τους στην Ιταλία). Ήταν την εποχή που η Ερμούπολη είχε το 75% όλου του ελληνικού πλούτου - ήτανε πάμπλουτοι οι άνθρωποι και είχαν τα μέσα να κάνουν ό,τι θέλουν. Έχω ένα πρόγραμμα, λοιπόν, του 1923 όπου δίδεται συναυλία - φιλανθρωπική βέβαια, διότι δε θα επιτρεπόταν σε κόρες καλών οικογενειών να δουλέψουνε ως "αρτίστες" στη σκηνή - όπου τραγουδάει η θεία μου διάφορες άριες από όπερες και συνοδεύει στο πιάνο η μητέρα μου...
Ν. Μπ.: Έπαιζε δηλαδή καλό πιάνο η μητέρα σας! Μπορούσε να σταθεί στο κοινό!
Ν. Δ.: Και η θεία Μίκα ήταν ακόμη καλύτερη πιανίστα! Ερχότανε και μας επισκεπτότανε μία με δύο φορές την εβδομάδα και εγώ την παρακαλούσα (πιτσιρικάς πέντε χρονών τότε) να παίξει πιάνο. Καθόταν, λοιπόν - άλλο που δεν ήθελε, είχαμε ένα πολύ ωραίο Bechstein στο σπίτι, το οποίο όμως επί κατοχής μετεβλήθη σε δύο ντενεκέδες λάδι... - και έπαιζε με τις ώρες, διότι της άρεσε να παίζει, με αποτέλεσμα εγώ (απ' ό,τι μου λέει η μάνα μου) να πάθαινα κάτι σαν trance, σα να ήμουνα μαστουρωμένος! Καθόμουνα εκεί κολλημένος στο πιάνο, άκουγα... και ήμουν απών. Ταξίδευα! Ήταν οι πρώτες μου επαφές με τη μουσική. Είχαμε και ένα γραμμόφωνο, από κείνα που τα κουρδίζανε με το χέρι, στο οποίο έναν από τους πρώτους-πρώτους δίσκους που θυμάμαι ήταν η εισαγωγή και τα ιντερμέτζα από την Τραβιάτα του Βέρντι. Είναι μελωδίες που τις έχω κατά κάποιον τρόπο τόσο βαθιά μέσα μου, γιατί αυτά τα άκουγα τριών-τεσσάρων-πέντε ετών, άριες του Leoncavallo (το Ridi Pagliacci), άριες από τη Νόρμα... Αυτά τα πράγματα τα άκουσα πριν καλά-καλά μάθω τι είναι μουσική - φυσικά άκουγα και άλλη μουσική, την τρέχουσα, τη Σοφία Βέμπο, την Κάκια Μένδρη, την πιο ελαφριά ας πούμε μουσική. Θυμάμαι δε ένα πράγμα που μου έκανε εντύπωση ότι αργότερα γνώρισα τον Κωνσταντινίδη ή Γιαννίδη...
Ν. Μπ.: ...εξαιρετικός συνθέτης!
Ν. Δ.: Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας. Και παραγνωρισμένος! Και θυμάμαι ότι όταν διαπίστωσα ποια "ελαφρά" τραγούδια είχε γράψει - είδα ότι ήταν τα αγαπημένα μου τραγούδια! Ξεχώριζα από παιδί την ποιότητα και στην "ελαφριά" μουσική.
Ν. Μπ.: Προφανώς υπήρχαν κάποια κοινά γνωρίσματα στη μουσική του συγκεκριμένου ανθρώπου, ανεξαρτήτως αν έγραφε λόγια μουσική ως Γιάννης Κωνσταντινίδης ή "ελαφρά" ως Κώστας Γιαννίδης.
Ν. Δ.: Κι όταν, βέβαια, ανακάλυψα μετά ποιος ήτανε και άκουσα τα άλλα του έργα, λέω "ε, αυτός είναι μεγάλος συνθέτης"! Στο είδος του ήταν ένας συνθέτης άξιος μνείας, όπως ήταν και ο γνωστός του και φίλος του, ο Σκαλκώτας - ο οποίος βέβαια πήρε τελείως άλλο δρόμο - αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση... Μετά, στο σχολείο, είχα την τύχη να είναι καθηγητής ωδικής στο Κολλέγιο ο Μίνως Δούνιας. Λέω - και στην αυτοβιογραφία μου την έχω γράψει - την ιστορία του Μίνου Δούνια όπως μου την αφηγήθηκε πολλά χρόνια μετά ο Θρασύβουλος Γεωργιάδης. Γιατί όταν σπούδαζα εγώ στο Μόναχο (φιλοσοφία - όχι μουσική) μετεκλήθη από τη Χαϊδελβέργη για να δημιουργήσει ένα νέο Musikwissenschaftliches Institut (μουσικολογικό ινστιτούτο) o Θρασύβουλος Γεωργιάδης, ο οποίος τότε ήταν στην ακμή του, από τα πολύ μεγάλα ονόματα της μουσικολογίας διεθνώς. Ήρθε λοιπόν ο Γεωργιάδης και εγώ έσπευσα να πάω να γραφτώ στο σεμινάριό του. Αλλά για να γραφτείς, έπρεπε να περάσεις από συνέντευξη.
Πήγα λοιπόν και τον βρήκα. Μιλήσαμε ελληνικά - και μου λέει "πού έχετε σπουδάσει μουσική;" - του απαντώ: "ήμουν μαθητής του Μίνου του Δούνια". Με κοίταξε λοιπόν έτσι - μου λέει: "δεκτός". Και μετά ρωτάει: "Ο Μίνως Δούνιας...! Τι κάνει ο Μίνως Δούνιας...;". Του λέω "Κύριε Γεωργιάδη, διδάσκει ωδική στο Κολλέγιο. Πηγαίνει με το βιολάκι του στις τάξεις και τραγουδάνε 'Κραμπάμπουλι, τρελό τραγούδι'" - "Κύριε Δήμου", μου λέει, "δεν έχετε ιδέα τι θα πει Μίνως Δούνιας!". Λέω: "Κοιτάξτε, τον έζησα ως δάσκαλο στη μουσικολογία και κάτι ξέρω..." - "όχι", μου λέει, "δεν έχετε ιδέα. Όταν σπουδάζαμε στη Χαϊδελβέργη μαζί, ο Δούνιας ήταν η μεγαλοφυΐα κι εγώ ήμουνα... άντε να βγάλεις τη χρονιά! Η διατριβή του για τις σονάτες του Tartini", μου λέει, "είναι και θα είναι μονίμως το Standardwerk! Είναι απόλυτη! Τέλεια! Η υφηγεσία του που έκανε είναι άψογη! Και τα δύο βιβλία είναι σε όλες τις μουσικολογικές βιβλιοθήκες του κόσμου. Μας εφώναξαν το 1936..." (η κυβέρνηση του Μεταξά τότε, τον Γεωργιάδη και τον Δούνια, οι οποίοι και οι δύο ήταν υφηγητές ήδη) "να κατέβουμε στην Ελλάδα για να αναδιοργανώσουμε την ελληνική μουσική εκπαίδευση. Εγώ μετά από ένα χρόνο είπα στο Μίνωα: 'Μίνω δεν πρόκειται να γίνει τίποτα, μας δουλεύουν εδώ πέρα... Έχουν καλές προθέσεις αλλά δεν τους πολυενδιαφέρει το θέμα - Φεύγω!".
Έφυγε και έκανε μεγάλη καριέρα στη Γερμανία. Ο Δούνιας έμεινε στην Ελλάδα. Βέβαια, στην Ελλάδα επιτέλεσε ένα ρόλο σημαντικότατο: ήταν ο πρώτος σοβαρός έλληνας μουσικοκριτικός, ο μόνος που είχε πραγματικά μια κριτική τεκμηριωμένη, οργανωμένη και σωστή - βεβαίως, υπήρχε πριν απ' αυτόν η Σοφία Σπανούδη αλλά δεν ήταν μουσικολόγος, δεν είχε τα φόντα του Δούνια. Ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε και έσωσε το Σκαλκώτα και γενικά δημιούργησε κι ένα σωρό μαθητές - ο Μάρκος Δραγούμης ήτανε μαθητής του, ο Γιάννης Άννινος ήτανε μαθητής του. Ευτυχώς, στο Κολλέγιο λοιπόν, πέραν από το γελοίο μάθημα της ωδικής, δημιουργήθηκαν μαθήματα "κατ' επιλογήν", όπως λέγονταν, και ένα απ' αυτά ήταν η ιστορία της μουσικής, το οποίο δίδασκε ο Δούνιας. Φοίτησα σ' αυτό τέσσερα χρόνια. Κι εκεί ο Δούνιας ξεκίνησε να μας αναλύει μουσικούς, αλλά μ' έναν τρόπο ο οποίος ήτανε καταπληκτικός, διότι μας έφερνε τους δίσκους, έφερνε τις παρτιτούρες, μας έβαζε ν' ακούμε τη μουσική διαβάζοντας την παρτιτούρα - και τη σταμάταγε και μας ανέλυε γιατί η φούγκα αυτή του Μπαχ είναι ενδιαφέρουσα και τι είναι ένα stretto και τι είναι το πεντάλ - και πραγματικά έμαθα και να διαβάζω και να ακούω μουσική. Μας έκανε δε περίεργα κουίζ - μας έβαζε στο πικάπ δύο μουσικές φράσεις και μας έλεγε: "αυτό τι είναι;" - λέγαμε, ξέρω γω "ρομαντικός συνθέτης... Σούμαν, Μπράμς..." - "Είναι Μότσαρτ. Για να μην κολλάτε στις ετικέτες!", τόνιζε.
Ν. Μπ.: Σοφή κουβέντα!
Ν. Δ.: "Για να μην κολλάτε στις ετικέτες! Για να καταλάβετε ότι ένας πολύ μεγάλος μουσικός είναι τα πάντα!". Μας έβαζε μία φούγκα: "Τι είναι αυτό;" - "Μήπως είναι κανένας συγκαιρινός του Μπαχ, κάνας Τέλεμαν...;" - "Όχι. Είναι Μότσαρτ!!!". Λάτρευε τον Μότσαρτ και απ' αυτόν μου έχει μείνει κι εμένα μία μεγάλη αγάπη για τον Μότσαρτ. Εν πάση περιπτώσει, τέσσερα χρόνια με το Δούνια ήταν υπέροχη ιστορία. Μετά, πήγα στη Γερμανία. Στη Γερμανία άκουσα και τα μαθήματα του Γεωργιάδη - αυτά ως ακροατής βέβαια.
Ν. Μπ.: Βλέπουμε, επομένως, μέχρι τώρα, μία καθαρά βιωματική σχέση με τη μουσική, από πολύ μικρή ηλικία - και αργότερα μια πιο θεωρητική προσέγγιση που ξεκινά ήδη από το Κολλέγιο.
Ν. Δ.: Ακριβώς. Και μέσω των διαβασμάτων και της ακρόασης, βεβαίως. Θυμάμαι ότι βρέθηκα να έχω - επειδή το χάρισαν στον πατέρα μου - ένα από τα πρώτα πικάπ, που μπορούσε να παίζει και 33άρηδες δίσκους, διότι μέχρι τότε ήταν οι γνωστοί 78άρηδες. Αλλά δεν υπήρχανε δίσκοι! Και θυμάμαι που πήγα στο Λαμπρόπουλο και αγόρασα δύο άλμπουμ με μουσική μου είχανε μέσα - τα θυμάμαι απέξω - τη Συμφωνία αρ. 40 του Μότσαρτ, το 3ο Βρανδεμβούργιο του Μπαχ, τη "Μικρή νυχτερινή μουσική" και το Αυτοκρατορικό Κονσέρτο του Μπετόβεν. Γιατί πήρα αυτά; Αυτά βρήκα! Δεν υπήρχε μεγάλη επιλογή.
Ν. Μπ.: Έτσι γίνεται με κάθε καινούριο μέσο. Σωστά;
Ν. Δ.: Ναι! Αλλά δεν ήταν 33άρια αυτά - 78άρια ήταν. Σε 33άρι δεν υπήρχε τίποτα! Στους 78άρηδες όμως υπήρχε το καλό ότι το πικάπ αυτό ήτανε και disc changer, δηλαδή έβαζες όλους τους δίσκους και πέφτανε ένας-ένας. Βέβαια, πρέπει να σας πω κάτι που μου έχει μείνει από τότε: άκουγα το Αυτοκρατορικό και σε ένα σημείο σταμάταγε για να πέσει ο επόμενος δίσκος. Αυτή η παύση μου έχει μείνει στο νου. Όποτε το ακούω σε συναυλία λέω "τώρα παύση - α, όχι!". Μετά, τους πρώτους 33άρηδες δίσκους τους δανείστηκα από το U.S.I.S., την υπηρεσία πληροφοριών της Αμερικάνικης Βιβλιοθήκης, οι οποίοι ήτανε βέβαια και μερικά κλασικά ευρωπαϊκά αλλά και πολλά αμερικάνικα - έτσι άκουσα Κόπλαντ, άκουσα Άιβς, πριν ακούσω πολύ παλιότερους συνθέτες. Μετά άρχισα να φτιάχνω τη δική μου δισκοθήκη. Στη Γερμανία υπήρξε μία διπλή επαφή. Πρώτον απ' όλα, βέβαια, άκουσα μουσική. Άκουσα μουσική "σε βαθμό κακουργήματος"! Επειδή υπήρχανε τα φτηνά φοιτητικά εισιτήρια, δεν άφηνα κοντσέρτο που να μην πάω, δεν άφηνα όπερα που να μην πάω - όπου μπορούσα τρύπωνα.
Ν. Μπ.: Δεν μπορεί κανείς να είναι κοντά στην πηγή και να μην πιεί νερό!
Ν. Δ.: Υπήρχε δε εκείνη την εποχή, στα χρόνια μου, και ήκμαζε η Münchner Bach-Gesellschaft (η Εταιρεία Μπαχ του Μονάχου) με τον Καρλ Ρίχτερ, στην οποία είχα γραφτεί συνδρομητής με το πενιχρό φοιτητικό μου εισόδημα για να μη χάσω τίποτα δικό του - κι έτσι έχω φάει τον Μπαχ... σχεδόν όλες τις καντάτες του έχω ακούσει. Κι είναι και πάρα πολλές! Θυμάμαι δε, σαν ένα μουσικό ανέκδοτο: υπήρχε ένας διάσημος μουσικοκριτικός ονόματι Karl Ruppel, ο οποίος έγραφε στη μεγαλύτερη εφημερίδα της νότιας Γερμανίας, τη Süddeutsche. Μέσα σε μία Μεγάλη Εβδομάδα παίχτηκαν τρεις φορές τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Μπαχ στο Μόναχο. Σκεφτείτε αυτό το πράγμα! Παιχτήκανε από την ορχήστρα και τη χορωδία της Εκκλησίας του Αγίου Θωμά της Λειψίας (όπου ήτανε και κάντορας ο Μπαχ) με διεύθυνση του Günther Ramin, παιχτήκανε από την Φιλαρμονική και τη Χορωδία της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας με μαέστρο τον Eugen Jochum, και με τον Κarl Richter και την Münchner Bach Gesellschaft. Για τον Ramin που ήταν στην αρχή της εβδομάδας έγραψε ξεχωριστή κριτική ο μουσικοκριτικός, αλλά μετά έγραψε μια κριτική για τον Jochum και τον Richter. Και αντί κριτικής έγραψε ένα ανέκδοτο. Είπε ότι την εποχή του Μπετόβεν υπήρχε ένας πολύ διάσημος συνθέτης, ο οποίος έχει τελείως ξεχαστεί τώρα. Εκείνη την εποχή στη Βιέννη ήταν της μόδας οι μουσικοί διαγωνισμοί. Οπότε, μία κυρία της ανωτάτης αριστοκρατίας κάλεσε τον Μπετόβεν και τον Χ συνθέτη, να ανταγωνιστούν στο σαλόνι της, παρουσία όλου του κοινού. Ο συνθέτης Χ κάθησε και έγραψε ένα κουαρτέτο, το προβάρισε, το μελέτησε, ήρθε οργανωμένος με τους μουσικούς του και το έπαιξε. Ο Μπετόβεν δεν είχε φανεί καθόλου. Ο κόσμος είχε αρχίσει να σκέπτεται αν θα έπρεπε να περιμένει ή να φύγει, οπότε εμφανίζεται ο Μπετόβεν, ο οποίος - αν και ολίγον μεθυσμένος - ζήτησε συγνώμη από την κυρία (κάτι του έτυχε και άργησε κ.τ.λ.) και εκείνη του λέει: "Μαέστρο, φέρατε μουσική; Φέρατε μουσικούς;" - "Όχι", λέει, "εγώ εδώ, τώρα". Παίρνει, λοιπόν, μία πάρτα από το κουαρτέτο του Χ συνθέτη, τη βάζει στο πιάνο κι αρχίζει ν' αυτοσχεδιάζει. Και μετά τρία λεπτά, ο συνθέτης Χ, που καθόταν στην πρώτη σειρά μαζί με τους μουσικούς του, έβαλε το πρόσωπό μέσα στα χέρια του και άρχισε να κλαίει. (...) Και τελειώνει με δύο φράσεις η κριτική: "Είχε την ατυχία να συναντήσει μία μεγαλοφυΐα. Το ίδιο έπαθε κι ο Jochum."
Ν. Μπ.: Μάλιστα...
Ν. Δ.: Και πραγματικά, επειδή είχα ακούσει και τις δύο εκτελέσεις, του Jochum ήταν μία άψογη εκτέλεση, διότι είχε και την καλύτερη χορωδία και την καλύτερη ορχήστρα...
Ν. Μπ.: ...από τεχνικής απόψεως, δηλαδή;
Ν. Δ.: Από πάσης απόψεως άψογη! Μια ανάγνωση των Κατά Ματθαίον τέλεια - δεν μπορούσες να πεις τίποτα. Ο άλλος όμως ήταν η αποκάλυψη! Δηλαδή, ξαφνικά, μόλις άρχισε το πρώτο χορικό, έφευγες! Τελείωσε! Ήτανε άλλου πλανήτη μουσική! Και αυτήν ακριβώς τη σχέση την έγραψε με τον καλύτερο τρόπο ο μουσικοκριτικός, λέγοντας ότι εδώ έχουμε ένα πάρα πολύ καλό μαέστρο κι εδώ έχουμε μία μεγαλοφυΐα.
Ν. Μπ.: Μάλιστα. Μια και μιλάμε για το Μπαχ και την ανάγνωση του Richter στα έργα του, πώς τα πάτε με τις νεώτερες αναγνώσεις των έργων της Παλιάς Μουσικής, υπό το πρίσμα της λεγόμενης ιστορικά τεκμηριωμένης ερμηνείας;
Ν. Δ.: Ναι, ναι... Harnoncourt & ΣΙΑ... Κοιτάξτε, εγώ έχω το κακό (και όλοι το έχουμε, έτσι δεν είναι;) που όταν ζυμωθώ με μία εκτέλεση, με μία ανάγνωση, με έναν τρόπο, μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξεφύγω. Πλην όμως, πρέπει να ομολογήσω ότι - παρ' όλο που εξακολουθώ να είμαι "ριχτεριανός" και έχω όλα σχεδόν τα έργα του Μπαχ σε εκτελέσεις του Richter - ορισμένες φορές μου άνοιξαν μάτια οι καινούριες εκτελέσεις και προσπαθώ να τις αντιμετωπίζω χωρίς προκατάληψη. Νομίζω ότι η πιο σωστή μέθοδος να αντιμετωπίσει κανείς αυτό το θέμα είναι να τα ακούσει περισσότερες φορές. Δηλαδή, την πρώτη φορά που ακούω μια εκτέλεση διαφορετική, μία ανάγνωση διαφορετική, προβληματίζομαι - καμιά φορά και σοκάρομαι. Η τάση μου είναι να την απορρίψω.
Ν. Μπ.: Ξέρετε, οι μουσικοί το έχουν αυτό σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Ζώντας τη μουσική από μέσα είναι συνήθως αδύνατο να ακούσουν ένα έργο από κάποιον άλλο, ανεξαρτήτως αν ο άλλος είναι μια μεγαλοφυΐα.
Ν. Δ.: Ναι, το φαντάζομαι! Μετά όμως, ξαναβάζω αυτό το δίσκο και η δεύτερη ακρόαση (και καμιά φορά η τρίτη) είναι αποκαλυπτική, γιατί έχω ξεκολλήσει λίγο από τις ιδεοληψίες μου και λέω "ναι"! Υπήρχε μία καταπληκτική εκπομπή στο "τρίτο πρόγραμμα" της βαυαρικής ραδιοφωνίας, η οποία με έμαθε πάρα πολλά πράγματα - δεν θυμάμαι καν το όνομα του μουσικολόγου που την έκανε. Αυτός ο άνθρωπος έλεγε ότι η μουσική είναι η εκτέλεση. ΟΚ, είναι τραβηγμένο. Αλλά το δούλευε ως εξής. Έλεγε "ακούστε αυτή τη φράση πώς την παίζει ο Karajan, ακούστε πώς την παίζει ο Boehm και ξαφνικά έβλεπες τι τεράστιες διαφορές υπάρχουνε! Εδώ λέμε: "Τι είναι; - Μία μουσική φράση. Να οι νότες. Ωραία". Ε, δεν ήταν μία μουσική φράση. Ήταν δέκα μουσικές φράσεις! Και έκανε διάφορα πράγματα. Ας πούμε, χρονομετρούσε - έλεγε, ξέρω εγώ, το δεύτερο μέρος της πρώτης συμφωνίας του Μάλερ ο Kubelick το παίζει σε 6'54", ο Muti σε 7'19" και άλλος σε 8'! Είναι δυνατόν; Τέτοια διαφορά; Κι όμως! Άρα δεν είναι το ίδιο μέρος, δεν είναι η ίδια μουσική. Αυτός ο άνθρωπος - τον άκουγα δύο χρόνια περίπου - έκανε μία συγκριτική ερμηνευτική των έργων. Και σε όπερες και σε τραγούδια, σε lieder ας πούμε, και σε σονάτες και σε ορχηστρικά κ.τ.λ. και έδειχνε τη διαφορά, τι κάνει δηλαδή ο Toscanini σε σχέση με το Furtwaengler. Θυμάμαι ότι είχε πιάσει αυτούς τους δύο ιδιαίτερα και τους παίδευε επί ένα εξάμηνο!
Ν. Μπ.: Δύο μεγάλες προσωπικότητες, ο ένας από το βορρά, ο άλλος από το νότο...
Ν. Δ.: Και τελείως αντίθετοι! Επίτηδες τους είχε διαλέξει προφανώς. Κι έλεγε: "Ποια είναι η καλή εκτέλεση; - Και οι δύο!"...
Ν. Μπ.: Μα φυσικά!
Ν. Δ.: Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο ένας το παίζει σωστά και ο άλλος λάθος! Τώρα βέβαια πρέπει να πω, μετά λύπης μου, ότι τα τελευταία χρόνια ακούω όλο και λιγότερη μουσική, λόγω έλλειψης χρόνου. Διότι η μουσική θέλει χρόνο. Δεν μπορώ να κάνω κάτι που κάνουν πολλοί άνθρωποι: μου είναι τελείως αδύνατο ν' ακούω μουσική και να κάνω ταυτόχρονα κάτι άλλο. Και με εκνευρίζει αφάνταστα το γεγονός ότι πάω σ' ένα σπίτι που με καλούνε και ακούγεται μουσική. Και αν είναι η μουσική - που λέω εγώ - για το ασανσέρ, για το σουπερμάρκετ, σουξεδάκια διασκευασμένα "επί το ακόμα πιο ακίνδυνον", λες καλά, εντάξει, δεν την ακούω, ένας θόρυβος είναι. Αλλά πας σ' ένα σπίτι και ακούς ξαφνικά μία σονάτα του Μπετόβεν ή ένα κουιντέτο του Σούμπερτ ή του Μπράμς ως φόντο μουσικό.
Ν. Μπ.: Ως "μουσικό χαλί"...
Ν. Δ.: Ακριβώς. Λέω: "Παιδιά, συγνώμη. Ή θα πάψουμε να μιλάμε και ανεβάστε και τον ήχο να ακούμε αυτή τη μουσική ή κλείστε την για να μιλήσουμε. Εγώ δεν μπορώ". Λοιπόν, λαμβανομένου υπόψην αυτού του γεγονότος, ότι δεν μπορώ να εργάζομαι και να ακούω μαζί μουσική, και δεδομένου ότι εργάζομαι τώρα στα γεράματά μου πολύ περισσότερο απ' ότι εργαζόμουν όταν ήμουνα νέος, ο μόνος χρόνος που μου μένει, εκτός από ειδικές περιπτώσεις που θα πάω σε μια συναυλία, είναι στο αυτοκίνητο. Έχω φτιάξει μια πάρα πολύ καλή εγκατάσταση, που πληροί τους όρους της "ακουστικής τέχνης" (να την πω έτσι)... Σαφώς δεν είναι ό,τι θα άκουγα εδώ, στο σπίτι, ή ό,τι ακούγεται σε μια αίθουσα συναυλιών.
Ν. Μπ.: Συμβιβάζεται αυτού του είδους η ακρόαση με την οδήγηση; Γιατί είπατε πριν ότι δεν μπορείτε να ακούτε μουσική και να κάνετε κάτι άλλο μαζί.
Ν. Δ.: Όχι μόνο συμβιβάζεται, αλλά εγώ μάλιστα - επειδή ένα άλλο ψώνιο μου είναι τα αυτοκίνητα - έχω δημιουργήσει και μία θεωρία της "τέλειας διαδρομής", η οποία τι είναι; είναι μία αφήγηση. Αν θεωρήσετε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου σας ως μία οθόνη επί της οποίας εκτυλίσσονται τοπία (αστικά τοπία, βουνά κ.τ.λ.) και βάλετε και τον δρόμο ως ένα είδος κινησιολογίας, χορογραφίας - ένας δρόμος με στροφές είναι κάτι άλλο από μία ευθεία - και αν τώρα αυτά τα ταιριάξετε με μία ανάλογη μουσική - το να περνάς τις Άλπεις με Βάγκνερ, ας πούμε - είναι μία εμπειρία! Ξαφνικά, ο Βάγκνερ μετουσιώνει αυτό το τοπίο που βλέπεις σε σκηνικό (από κείνα που ήθελε στο Gesamtkunstwerk...). Για μένα αυτό που ονομάζω "τέλεια διαδρομή" είναι ακριβώς μία χορογραφία του δρόμου και μία μουσική υπόκρουση του τοπίου. Έχω γράψει και ένα βιβλίο κι ένα ποίημα γι' αυτά τα πράγματα... Αυτή η σχέση μουσικής και κίνησης (και εννοώ αυτοκίνησης) είναι κάτι που μου είχε δημιουργηθεί ως ανάγκη από τον πρώτο καιρό που άρχισα να οδηγώ. Θυμάμαι ότι ήμουν από τους πρώτους που χρησιμοποίησε κασετόφωνο στο αυτοκίνητο και μάλιστα, επειδή εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ραδιοκασετόφωνα αυτοκινήτου, λόγω και του ότι είμαι και λίγο... "κατσαβίδης" και μάστορας, είχα συνδέσει το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου (μιλάμε για το 1966) με ένα από τα πρώτα κασετόφωνα που είχαν κυκλοφορήσει, το οποίο βέβαια ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα, και έβαζα κασέτες. Αυτή τη στιγμή βέβαια παίζω στο αυτοκίνητο και MP3 και DVD μουσικής... Θα ήθελα να άκουγα περισσότερη μουσική. Ευτυχώς, δεδομένου ότι πηγαίνω κάθε μέρα και γυρίζω στα Κιούρκα, έχω τουλάχιστον μιάμιση ώρα οδήγηση την ημέρα και παίρνω μία καλή δόση μουσικής. Όταν ταξιδεύω, φροντίζω να πηγαίνω σε κονσέρτα και σε όπερες. Είδα μία πολύ ωραία παράσταση της Τόσκα στο καινούριο - εκπληκτικό πραγματικά - κτίριο όπερας της Κοπεγχάγης. Δεν ξέρω αν έχετε δει...
Ν. Μπ.: Το έχω δει σε φωτογραφίες...
Ν. Δ.: Είναι ασύλληπτο! Έχω επισκεφτεί όλες τις μεγάλες όπερες...
Ν. Μπ.: Αν δεν κάνω λάθος, είναι καινούριο αυτό...
Ν. Δ.: Τελείως! Ενός έτους! Και είναι δωρεά ενός ανθρώπου, του κυρίου Moeller, ενός βέβαια πάμπλουτου Δανού, ο οποίος έχει κάνει κι άλλες τέτοιες απίθανες δωρεές. Αλλά δεν έχω δει ωραιότερο κτίριο! Δηλαδή, μπροστά σ' αυτό, το Μέγαρο Μουσικής είναι γκαράζ - τι να σας πω! Άλλωστε έχει χτιστεί από μία ομάδα αρχιτεκτόνων που συνεργάστηκε και για την όπερα του Σίδνεϋ, η οποία είναι επίσης έργο Δανού αρχιτέκτονα. Οι τεχνικές δυνατότητες της σκηνής είναι ασύλληπτες και η ακουστική παραμυθένια! Έχω δει πολλές Τόσκα στη ζωή μου - φυσικά, ήταν κι αυτή μία πολύ καλή παράσταση και οι τραγουδιστές άριστοι. Ευτυχώς, υπάρχει κι αυτό το υπέροχο internet και κλείνω εισιτήρια εγκαίρως πριν ταξιδέψω - παλιά έπαιρνα ατζέντηδες κι έκλεινα τηλεφωνικά.
Ν. Μπ.: Τι άλλο μπορεί να κάνει αυτό το "υπέροχο internet" για την κλασική μουσική; Ρωτάω γιατί είστε ένας από τους πρώτους ανθρώπους των γραμμάτων που ανακάλυψαν όχι μόνο το μέσο αλλά και τη δύναμη που κρύβει, από πολύ-πολύ νωρίς.
Ν. Δ.: Είμαι ο "παππούς του ελληνικού internet", όπως με αποκάλεσε κάποιος! Και δικαίως, γιατί σκεφτείτε ότι είμαι συνδεδεμένος στο internet ήδη δεκατρία χρόνια αλλά έφτιαξα το δικό μου site ήδη το 1996...
Ν. Μπ.: ...που ο περισσότερος κόσμος δεν ήξερε καν τι θα πει site...
Ν. Δ.: ...και τι θα πει internet. Έχω γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο που λέγεται "Ψηφιακή ζωή" για όλο το θέμα της ψηφιακής τεχνολογίας. Είχα γράψει μια σειρά άρθρα το '94 και '95 για το internet και την πνευματική ζωή, την τέχνη, αλλά και την οικονομία - τα οποία άρθρα όταν τα διαβάζω σήμερα μου σηκώνεται η τρίχα και λέω: "είναι δυνατόν;". Διότι τίποτε απ' αυτά που περιγράφω δεν υπήρχε τότε και τώρα υπάρχουν όλα! Το internet για τη μουσική, όπως και για όλες τις τέχνες, είναι μία τεράστια πρόοδος. Το πρώτο πράγμα που κάνει το internet είναι ότι διαδίδει τη μουσική με πολύ γρήγορο και εύκολο τρόπο.
Ν. Μπ.: Ακόμα και τη μουσική που έχει ένα - ας πούμε - περιορισμένο κοινό, όπως την κλασική;
Ν. Δ.: Ακόμα κι αυτή. Ακόμα και σε τελείως εμπορικά sites, όπως το iTunes ας πούμε, θα βρείτε και καλή κλασική μουσική σε πολύ καλής ποιότητας MP3. Πλέον εγώ έπαψα να τα σνομπάρω και να τα περιφρονώ τα MP3, διότι τώρα, με τις καινούριες τεχνικές που έχουνε βγει, έχουνε βελτιωθεί απίθανα σε σημείο που προκαλώ πολλές φορές φίλους μου χαϊφιντελίστες να μου πουν ποιο είναι το MP3 και ποιο είναι το ασυμπίεστο.
Ν. Μπ.: Μήπως έχουμε χάσει τελικά την ουσία της μουσικής αναζητώντας μόνο τον ιδανικό ήχο;
Ν. Δ.: Αφήστε το αυτό...! Αυτό το περιγράφω και σ' ένα τελευταίο άρθρο μου στο RAM, όπου μιλάω για κάποιον γνωστό μου ο οποίος έκανε αιματηρές οικονομίες για να αγοράσει ένα συγκρότημα εκπληκτικό των 120.000 ευρώ (Hi-End). Και όταν με κάλεσε να το ακούσω είχε δίπλα και το παλιό του συγκρότημα, της τάξεως των 20.000 ευρώ. Δεν του το είπα, βέβαια, αλλά η διαφορά για μένα ήταν ασήμαντη. Για να ξαναγυρίσω στο internet, η δυνατότητα της διάδοσης της μουσικής, η δυνατότητα της μουσικής να ταξιδεύει, ακόμα και οι παράνομες ανταλλαγές αρχείων τελικά μπορεί να μην ωφελούν την τσέπη των εταιρειών δίσκων, μπορεί να αδικούν σε πολλά και τους καλλιτέχνες, οι οποίοι χάνουνε δικαιώματα (νομίζω ότι αυτά τα πράγματα σιγά-σιγά θα βρεθούνε) αλλά από την άλλη μεριά για τη μουσική την ίδια είναι μεγάλη ευεργεσία! Ξαφνικά η μουσική έχει γίνει κάτι το εύχρηστο. Δεν είναι ανάγκη να πας να ψάχνεις στο δισκοπωλείο για να τη βρεις. Αυτό που λέμε καμιά φορά ότι ένας άνθρωπος που ζούσε στο 19ο αιώνα θα ήταν πάρα πολύ τυχερός αν είχε καταφέρει στη ζωή του ολόκληρη να ακούσει και τις εννέα συμφωνίες του Μπετόβεν, εμείς το θεωρούμε ως δεδομένο. Γενικά η τεχνολογία, και το internet ως η αποκορύφωση της τεχνολογίας, έχει κάνει τη μουσική εύκολη και άμεση. Μου λέει προχτές η γυναίκα μου: "άκουσα κάτι και μου άρεσε πάρα πολύ και μου φαίνεται ότι το λένε έτσι - πού μπορούμε να το βρούμε;" - "μια στιγμή", λέω εγώ... κλικ-κλικ, κλακ-κλακ-κλακ... και της το γράφω και σ' ένα δίσκο - "ορίστε, πάρτο"! Αυτό το πράγμα αν το λέγατε στον κύριο Μπράμς, θα πάθαινε εγκεφαλικό! Ότι οποιαδήποτε μουσική του κόσμου μπορείς ανά πάσα στιγμή να τη βρεις και να τη ακούσεις από το σπίτι σου. Από την άλλη μεριά το internet είναι επίσης πολύ σημαντικό για τους νέους καλλιτέχνες. Όπως είναι και για τους νέους συγγραφείς και για τους νέους ζωγράφους κ.τ.λ.. Ένας νέος καλλιτέχνης που γράφει μουσική τι ελπίδες είχε παλιά να ακουστεί η μουσική του; Τώρα, οποιοσδήποτε μπορεί με ελάχιστα χρήματα να φτιάξει ένα site, να ανεβάσει τη μουσική του στο site και να μπορεί να την ακούσει όποιος θέλει. Και, όπως ξέρετε πολύ καλά, υπάρχουνε συγκροτήματα, υπάρχουνε καλλιτέχνες που απογειώθηκαν μέσω του internet!
Ν. Μπ.: Και πολλοί καλλιτέχνες, να συμπληρώσω, που χρησιμοποίησαν το νέο μέσο ως νέο τρόπο διανομής της μουσικής τους, συμπεριλαμβανομένων και μεγάλων μαέστρων που έχουν κάνει δικές τους εταιρείες, προωθώντας και διανέμοντας τη μουσική μέσω του internet.
Ν. Δ.: Ναι. Έχω πει και με έχουνε γιουχάρει γι' αυτό - αλλά βέβαια τώρα δε νομίζω ότι θα το ξανάκαναν - ότι το internet είναι η μεγαλύτερη εξέλιξη στην ιστορία του ανθρώπου μετά την ανακάλυψη της γραφής. Γιατί η παρομοίωσή του με την τυπογραφία το αδικεί. Η τυπογραφία - σε σχέση με το internet - ήταν ένα φοβερά περιορισμένο μέσο. Βεβαίως ήταν κι αυτή μία μεγάλη επανάσταση. Βεβαίως έφερε τα κείμενα κοντά στον κόσμο. Αλλά μόνο τα κείμενα! Το internet μπορεί να φέρει και τα κείμενα, και τις εικόνες, και τους ήχους και τα πάντα. Εγώ έχω, όπως βλέπετε, μία πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη - πρέπει να έχω πάνω από τριάντα πέντε χιλιάδες τόμους. Ε, δεν τη συμβουλεύομαι πια. Όποτε θέλω κάτι να βρω, μου είναι πιο εύκολο να πληκτρολογήσω, παρά να σηκωθώ και να αρχίσω να ψάχνω και να φυλλομετρώ. Και όχι μόνο αυτό - μπορεί να σου ψάξει και να σου βρει συμφραζόμενα σε πενήντα άρθρα μέσα!
Ν. Μπ.: Από την άλλη, το internet και γενικότερα η σημερινή τεχνολογία πόσο έχει αλλάξει τις συνήθειές μας στην ακρόαση της μουσικής; Πόσο έχει αλλάξει τον τρόπο ζωής μας σε σχέση με τη μουσική; Τι έχει επιφέρει;
Ν. Δ.: Κοιτάξτε: αυτό που έχει επιφέρει είναι κάτι που είναι δίκοπο μαχαίρι. Δηλαδή, από τη μια μεριά, κάνοντας τη μουσική τόσο προσιτή και τόσο εύκολη, βάζοντάς την μέσα σε πολλά παράταιρα πράγματα (π.χ. ένα από τα πράγματα που με ενοχλεί φοβερά είναι να βάζεις κομμάτια κλασικής μουσικής σε διαφημίσεις ή να βάζεις δραματική κλασική μουσική στα δελτία ειδήσεων για να τονίσεις κάποια δυσάρεστη είδηση) η μουσική έχει μπει παντού, με αποτέλεσμα (σε ένα ποσοστό) να ευτελίζεται. Όπως όλα τα πράγματα που διαδίδονται πάρα πολύ, συγχρωτίζονται με πάρα πολλά ανόμοια, παράταιρα ή και αρνητικά και το αποτέλεσμα είναι ότι φτηναίνουν. Αυτό είναι το κακό. Το καλό, από την άλλη μεριά, είναι αυτό που είπαμε πριν: ότι έχει κάνει τη μουσική προσιτή κι ότι αν εγώ θέλω ν' ακούσω κάποια μουσική μπορώ ανά πάσα στιγμή να το κάνω, ενώ ένας άνθρωπος πριν από εκατό χρόνια έπρεπε να έχει δική του ορχήστρα, σαν τους Esterhazy ας πούμε... Βέβαια, υποτίθεται ότι - αλλά δεν είμαι σίγουρος - η ευκολία αυτή της μουσικής έχει καταστρέψει μερικά πράγματα. Όταν ήμουνα στη Γερμανία και σπούδαζα - κι αυτό ήτανε πριν από πενήντα χρόνια - το λεγόμενο musizieren1 ήταν το προσφιλές χόμπι πολλών χιλιάδων Γερμανών. Θυμάμαι έναν καθηγητή του πανεπιστημίου, ο οποίος ήτανε κι από πολύ παλιά καθηγητική οικογένεια και παντρεμένος με την εγγονή του περίφημου Wilamowitz, του μεγάλου φιλολόγου, και ο οποίος μία φορά την εβδομάδα καλούσε στο σπίτι του μερικούς ανθρώπους (πολύ συχνά κι εμένα), τρώγαμε και μετά είχαμε μουσική. Ο ίδιος ο καθηγητής έπαιζε βιολί, η κόρη του έπαιζε βιόλα, ο αρραβωνιαστικός της έπαιζε τσέλο, η γυναίκα του έπαιζε πιάνο και κάνανε ένα αξιοπρεπέστατο συγκροτηματάκι. Και μου είχε κάνει πολλή εντύπωση το γεγονός ότι πήγαινες σ' ένα χωριό στη Βαυαρία και περπατούσες στο δρόμο κι από ένα σπίτι άκουγες ένα κουαρτέτο. Σταμάταγες και κοίταγες από το παράθυρο κι έβλεπες ότι δεν ήτανε δίσκος - ήτανε τέσσερις άνθρωποι που παίζανε κουαρτέτο! Αυτή η "σπιτική μουσική" σε ορισμένες χώρες είναι παράδοση. Βέβαια, υπηρετούσε έναν σκοπό: για να ακούσεις κάτι έπρεπε να το παίξεις. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος! Πάντως, αυτό που διάβασα και με χαροποίησε είναι ότι - τουλάχιστον στη Γερμανία - η παράδοση, όχι μόνο δεν έχει σβήσει, αλλά συνεχίζεται. Κι ότι άνθρωποι που μαθαίνουν μουσική όχι για επαγγελματικούς λόγους αλλά για να μπορούν να παίζουν στο σπίτι τους, μόνοι τους ή με φίλους, δεν έχουν μειωθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια!
Ν. Μπ.: Γιατί λένε τότε ότι οι αίθουσες συναυλιών στη Γερμανία δε γεμίζουν τόσο όσο γέμιζαν παλιότερα...;
Ν. Δ.: Προφανώς, σε ένα ποσοστό, παίζει ρόλο και το γεγονός ότι η μουσική είναι στο σπίτι σου και δεν είναι ανάγκη να πας στην αίθουσα για ν' ακούσεις. Αλλά, από την άλλη μεριά, υπάρχει κάτι άλλο το οποίο το ζούμε και εδώ, στην Ελλάδα ακόμα: το φαινόμενο των 208 θεάτρων! Όταν ήμουν είκοσι χρονών στην Αθήνα υπήρχανε πέντε θέατρα. Σίγουρα τα πέντε ήταν πολύ λίγα. Και σίγουρα η Αθήνα θα μπορούσε να ζήσει με πενήντα θέατρα. Αλλά τα διακόσια-τόσα είναι υπερβολή. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με τις μουσικές εκδηλώσεις. Επειδή ταξιδεύω συχνά και στη Γερμανία, βλέπω ότι μέσα σε ένα βράδυ υπάρχουν είκοσι κονσέρτα! Και η όπερα παίζει! Και η συμφωνική! Και οι εκκλησίες... Όταν είναι τόσες πολλές οι εκδηλώσεις, είναι φυσικό ο κόσμος να μοιράζεται και να χάνεται. Νομίζω, δηλαδή, ότι πάσχομε και από πληθωρισμό εκδηλώσεων.
Ν. Μπ.: Στην Ελλάδα, πώς τα βλέπετε τα πράγματα; Είναι τελικά η κλασική μουσική μια μουσική που αφορά λίγους Έλληνες; Είναι μουσική για μία "κλίκα", για κάποιους ανθρώπους που έχουν την οικονομική δυνατότητα αλλά και την πολυτέλεια του χρόνου; Γιατί και ο χρόνος είναι απαραίτητος για να ακούσει κανείς μια μεγάλη συμφωνία...
Ν. Δ.: Είναι. Αλλά, από τη άλλη μεριά, εγώ νομίζω ότι το πρόβλημα είναι αλλού. Στην Ελλάδα δεν καλλιεργείται η κλασική μουσική. Βλέπω τα νέα παιδιά. Εγώ, λόγω του internet και λόγω του blog2 μου που έχει τρεις-τέσσερεις χιλιάδες επισκέπτες την ημέρα, οι οποίοι είναι ως επί το πλείστον νέοι, βλέπω ότι όταν έκανα δύο-τρία post3 για θέματα μουσικής (για το Τρίτο Πρόγραμμα, για τη Λιλιπούπολη κ.τ.λ.) τα παιδιά ήταν αμήχανα μπροστά στο θέμα της κλασικής μουσικής. Δεν είχαν βρεθεί ποτέ αντιμέτωποι με την κλασική μουσική. Από πού να βρεθούν; Τη ροκ την εισπράττουν από τα γεννοφάσκια τους...
Ν. Μπ.: Έχουν μια επαφή, όμως, χωρίς να το γνωρίζουν: τα soundtracks! Αλλά εκεί η μουσική λειτουργεί ως συμπλήρωμα της εικόνας και όχι ως ανεξάρτητη διαδικασία ακρόασης...
Ν. Δ.: Ακριβώς. Και δεν έχουν συνειδητοποιήσει οι περισσότεροι - και χαίρομαι που το λέτε αυτό - ότι τα soundtracks είναι σε ένα μεγάλο βαθμό και κλασική μουσική. Και μην ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι που ξεκίνησαν τα soundtracks ήταν άνθρωποι εκπαιδευμένοι στην κλασική μουσική! Δεν έχουν λοιπόν (τα παιδιά) πρόσβαση, δεν έχουν ευκαιρίες ν' ακούσουνε κλασική μουσική και κάποιος να τους πει και πέντε κουβέντες, ώστε να διευκολυνθούνε στην πρόσβασή τους. Εγώ πιστεύω ότι η τέχνη δεν είναι αυτονόητο πράγμα. Πάντα αναφέρω ένα ανέκδοτο από τη ζωή μου: όταν έγινε η μεγάλη έκθεση του Henry Moore στην Αθήνα (το 1950 ή '49...) είχε κατακλυστεί όλη η Ελλάδα από γελοιογραφίες και κοροϊδίες για τις "αηδίες" που εκτίθονταν στο Ζάππειο ως γλυπτική. Στη χώρα του Πραξιτέλη και του Φειδία μπαίνανε κάτι ακατέργαστοι όγκοι και παριστάνανε την τέχνη! Πήγα κι εγώ με δύο συμμαθητές μου από το Κολλέγιο να δούμε την έκθεση και συμφωνήσαμε απόλυτα ότι εδώ μας δουλεύουν - πλάκα κάνει ο άνθρωπος κ.τ.λ.. Μερικές μέρες μετά, στην Καθημερινή, την οποία αγόραζε ο πατέρας μου, δημοσιεύτηκε ένα ολοσέλιδο κείμενο του τότε κορυφαίου τεχνοκριτικού Άγγελου Προκοπίου για την έκθεση του Moore. Εγώ τον σεβόμουνα τον Προκοπίου και διάβαζα τις κριτικές του γιατί ήταν πολύ σωστές και πλούσιες σε πληροφορία - και ξαφνικά βρέθηκα σε φοβερό δίλημμα, διότι αυτός έλεγε ότι αυτή είναι μεγάλη τέχνη! Και λέω: θα ξαναδιαβάσω καλά-καλά την κριτική, θα την πάρω και μαζί μου, θα ξαναπάω στην έκθεση και θα προσπαθήσω να δω αυτά τα πράγματα με τα μάτια του Προκοπίου - γιατί λέει ότι αυτό είναι τέχνη; Αυτή ήταν η μύησή μου στη μοντέρνα τέχνη!
Ν. Μπ.: Είπατε τη λέξη-κλειδί μόλις τώρα: μύηση.
Ν. Δ.: Ακριβώς! Όταν βάλεις σε κάποιον άνθρωπο που δεν έχει ακούσει ποτέ του μία δύσκολη έντεχνη μουσική μία φούγκα του Μπαχ, μετά από δύο λεπτά θα σου πει "τι είναι αυτό το νια-νια-νια-νια-νια-νια-νια... - δεν καταλαβαίνω τίποτα - πάρτο από δω"! Θέλει κάποιον τρόπο να τον βοηθήσεις να καταλάβει γιατί αυτό είναι σημαντικό, γιατί είναι τέχνη. Και να μην αρχίσεις κατευθείαν, ας πούμε, με την "Τέχνη της Φούγκας" αλλά με παραδείγματα απλούστερα, πιο μελωδικά, πιο "πιασάρικα", ώστε να μπορέσεις να τον φέρεις κοντά. Αυτό ποιος θα το κάνει; Ποιος το κάνει;
Ν. Μπ.: Αυτό ακριβώς στην αγγλοσαξονική εκπαίδευση υπάρχει ως μάθημα που λέγεται music appreciation4. Πιστεύω ότι και μόνο μ' αυτό το πράγμα, που είναι τόσο εύκολα υλοποιήσιμο σε ένα σχολείο ή ωδείο (γιατί σε ελάχιστα φωτεινά παραδείγματα ωδείων συμβαίνει κάτι τέτοιο...), η μουσική παιδεία στην Ελλάδα θα ήταν σαφώς πιο πλούσια!
Ν. Δ.: Μα σ' αυτό το μάθημα της ωδικής, το καταραμένο, αντί τα παιδάκια να τραγουδάνε (και τραγουδάνε φάλτσα ως επί το πλείστον), εάν ήταν ένας δάσκαλος να τους παίζει μουσική και να τους εξηγεί και να συζητάει μαζί τους κ.τ.λ., θα μπορούσε να είναι μία πηγή μύησης σε κάτι που μετά, σε όλη τους τη ζωή, θα το χαίρονται και θα το απολαμβάνουν. Εδώ πάμε να κλείσουμε το Τρίτο Πρόγραμμα...
Ν. Μπ.: Τι γίνεται μ' αυτή την ιστορία; Πώς το βλέπετε;
Ν. Δ.: Απαράδεκτο το βλέπω! Απαράδεκτο! Όπως έγραψα και στο blog μου, έκανα πρόταση στη διοίκηση της ΕΡΤ να κλείσει όλα τα άλλα προγράμματα και να κρατήσει το Τρίτο. Για τον απλούστατο λόγο ότι όλα τα άλλα προγράμματα ουσιαστικά παίζουνε αυτό που παίζουν και οι ιδιωτικού σταθμοί - έχουνε ειδήσεις, έχουνε τραγουδάκια, έχουνε ρεπορτάζ...
Ν. Μπ.: Και το λέτε εσείς, ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της "ελεύθερης ραδιοφωνίας", του "9,84"...
Ν. Δ.: Και ως συνεργάτης του Τρίτου Προγράμματος παλιότερα! (...) Ενώ το Τρίτο Πρόγραμμα είναι μοναδικό. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο στην Ελλάδα που να παίζει όλες αυτές τις μουσικές - γιατί δεν είναι μόνο κλασική μουσική το Τρίτο Πρόγραμμα! Παίζει όλες τις μουσικές που δεν παίζουν οι άλλοι! Εγώ αυτό το σλόγκαν θα χρησιμοποιούσα για το Τρίτο Πρόγραμμα...
Ν. Μπ.: Κι έχει και όλες τις εκπομπές που δεν έχουν οι άλλοι...
Ν. Δ.: Ακριβώς! Τα λεφτά που πληρώνουμε όλοι μας, το χαράτσι αυτό στην ΕΡΤ, μόνο στο Τρίτο Πρόγραμμα αξιοποιείται! Τα άλλα για μένα είναι περιττά. Δηλαδή, αντί να έχει πέντε προγράμματα, θα μπορούσε να έχει ένα επίσημο (με φράκο), το Πρώτο Πρόγραμμα, να έχει το Cosmos, που είναι ένα καλό εναλλακτικό ραδιόφωνο για νέους ανθρώπους, πολύ ζωντανό (εγώ ή Cosmos ακούω ή Τρίτο) και να έχει το Τρίτο και να το επιδοτεί πλουσιοπάροχα για να μπορεί να κάνει ωραία δουλειά. Όλα τα άλλα, το Δεύτερο Πρόγραμμα, η ΕΡΑ ΣΠΟΡ κ.τ.λ. είναι σαν τόσους σταθμούς που κάνουν τα ίδια!
[...] Είχα γεμίσει ένα πρόχειρο χαρτί με λέξεις-κλειδιά / ζητήματα που θα ήθελα να θέσω στον κ. Δήμου. Κάθε λίγα λεπτά τσέκαρα αυτά που είχαν ήδη συζητηθεί. Χωρίς να καταλάβω πώς πέρασε πάνω από μία ώρα, ανακάλυψα ότι όλες μου οι σημειώσεις είχανε τσεκαριστεί χωρίς καν να θέσω τα ερωτήματα. Ευχαρίστησα τον κ. Δήμου - άλλωστε μου είχε ήδη μιλήσει για πολύ περισσότερα!
Περισσότερα για το συγγραφέα Νίκο Δήμου μπορείτε να διαβάσετε στον ιστοχώρο του και στο ιστολόγιό του.
1 Το παίζειν αλλά και το απολαμβάνειν συλλογικά τη μουσική
2 Ελληνιστί: ιστολόγιο - ένα είδος προσωπικού διαδικτυακού ημερολογίου / ιστοχώρου αυτοδημοσίευσης
3 Οι δημοσιεύσεις στην διεθνή γλώσσα του διαδικτύου...
4 Δύσκολο να αποδοθεί με ακρίβεια στα ελληνικά... Φανταστείτε κάτι ανάμεσα σε μουσική κατανόηση / εκτίμηση / αντίληψη / συναίσθηση / (συν-)αντίληψη...